Εξάνοιγα του καιρού τη μουντάδα, πρωί, πρωί, από το παραθύρι τση κουζίνας.
Η φάτσα μου στο θαμπωμένο τζάμι, σα φλουταρισμένη φωτογραφία, προσπαθεί να διανυρίσει, τον ορίζοντα.
Ο καιρός αποφάσισε επιτέλους να μα σε βρέξει.
Καλά θα το κάμει γιατί εξεράθηκενε ο κόσμος έπαέ..!
Οφέτος μα σε λαλεί σα ντη κακοψυχιά τ’ αθρώπου… έτσά λογιώς μα σε εχθρεύγεται…
Κοντεύγει να πο’ ξεράνει τα δεντρά και τσι κήπους… εποστήρωξε και το φράγμα στη Φανερωμένη από τη ν’ ανομβρία.
Ετσάνε δυστυχώς, και του αθρώπου ο χαραχτήρας… ανομβρία αισθημάτων… πίσω από ένα χαμόγελο και μια (δήθεν) καλημέρα… γαναχτάς να διακρίνεις το συναίσθημα… σαν ένα θαμπό τζάμι, που όσο κι αν το σκουπίζεις, μετά από λίγο ξαναθαμπώνει.
Έστεκα να ξανοίγω τη βροχή, προβληματισμένος να σκέφτομαι, γιατί Θεέ μου να συμβαίνουν όλα αυτά γύρω μου… μα εσοθάμπωσε και κουράστηκα.
Φεύγοντας έγραψα τη σκέψη μου στο τζάμι με το δάχτυλο τση καρδιάς μου… σεβασμός αδερφέ.……
καλημέρα σας…. αντώνης κουκλινός.