Η Κρητική μουσική είναι μια πλούσια παράδοση γιομάτη λεβεντιά, έρωτα, επανάσταση, πόθους και μεράκια. Η λύρα είναι το χαρισματικό όργανο που δίνει προσωπικότητα στον καλλιτέχνη. Χαρίζει ελευθερία , κίνηση και δυνατότητες να παίζει και να τραγουδά με όλη την άνεση, που έχει ο μουσικός.
Γράφει ο Κωστής Μουδάτσος
Στην Ευρώπη, μουσικά όργανα όπως η λύρα της Κρήτης και του Πόντου, ήσαν διαδεδομένα κατά τον 12ο και 15ο αιώνα . Είναι γνωστά με τις ονομασίες : Vielle ά arghet, rebec, viola da Braccio. Υπάρχει ακόμη και η ονομασία lyra ed Arco.
Στην βαλκανική χερσόνησο είχαν διαδοθεί από το Βυζάντιο. Τέτοια όργανα τα βλέπομε σε μεσαιωνικές τοιχογραφίες, εκκλησιών και μοναστηριών, της Ρουμανίας, της Βουλγαρίας, της Μικράς Ασίας, στις χώρες της πρώην Γιουγκοσλαβίας και της Ελλάδας.
Σε πολλές από αυτές τις περιοχές παίζονται μέχρι και σήμερα . Στην Βουλγαρία η λύρα ονομάζεται γκαντούλκα. Στη Τουρκία και σε άλλες ανατολικές χώρες παίζει σημαντικό ρόλο.
Ο Χρύσανθος στο «Μέγα θεωρητικόν» γράφει: Είδη λύρας διαιρούνται καθ’ ημάς τρία: το τρίχορδον ό μάλιστα χαίρονται οι χυδαίοι των νυν Ελλήνων.
Το τετράχορδον ό μάλιστα χαίρονται οι Ευρωπαίοι , ονομάζοντας αυτό γαλλιστί Violon και το επτάχορδον, ό καθ’ υπερβολήν ενηδύοντες οι ευγενείς των Νέων Ελλήνων και Οθωμανών, ονομάζοντες αυτό τουρκιστί «κεμάν». Όλα τα κατατάσει στις λύρες χωρίς διακρίσεις όμως μας προσφέρει ενδιαφέρουσες πληροφορίες.
Οι μύθοι έχουν τη δική τους ιστορία για τη λύρα. Είναι το όργανο που είχαν φτιάξει οι ίδιοι οι Θεοί.
Ο μεγάλος Θεός πήρε το καύκαλο της χελώνας και αφού το καθάρισε τέντωσε πάνω του το καλοδουλεμένο προβίδι του τράγου που του είχε χαρίσει η Αμάλθεια.
Την κορφή την στόλισε με τα τραγίσια κέρατα ενώ με τα έντερα του ερωτιάρικου και δυνατού ζώου έφτιαξε τις χορδές που τις τέντωσε πάνω στην προβιά από την μιαν άκρη του καυκάλου με τα κέρατα μέχρι την άλλη.
Μετά πήρε ένα ξύλο από μουρνιά και το λύγισε τεντώνοντας πολλές τρίχες από την ουρά του φτερωτού αλόγου. Έτσι φτιάχτηκε το πρώτο δοξάρι του κόσμου.
Την έπαιξε λίγο ο μεγάλος Θεός και την κούρδισε. Έπαιξε για λίγο και την έκανε δώρο στους ευφυέστατους και φιλόξενους βοσκούς μαθαίνοντας τους το πρώτο σκοπό και την τέχνη της.
« Πάρτε τη λύρα για να τραγουδείτε χορεύοντας τα πάθη και τα βάσανα, μεταμορφώνοντας τα σε ευτυχία και χωρίς φτιασίδια αλήθειες, με αχαλίνωτη φαντασία. Μάθετε αυτό που θέλετε να το ζείτε! Κάντε την άγρια χαρά της καταστροφής σκοπό, ρυθμό, τραγούδι και χορό!»Γι’ αυτό η μελωδία της είναι ρωμαλέα. Έχει τη χάρη των δυνατών αρχέγονων Θεών. Τραγουδά τα έπη τους.
Οι βοσκοί άρχισαν να παίζουν πρωτάκουστους ήχους που συντάραξαν το θεϊκό νησί από την άκρη των ακριώ, ώστε να πας στην άλλη άκρη.
Στις τάβλες που στρώθηκαν και στα μαλαματένια στρωμνιά έστησαν τρικούβερτο γλέντι οι αθάνατοι με τους θνητούς .
Έδειχναν οι Θεοί στους ανθρώπους ότι ο έρωτας είναι θεϊκός κι ο λυράρης, απαιτούσε με τη λύρα, από τους αφέντες των σκιών να δίνουν στον άντρα τη γυναίκα
με το τραγούδι.
Αυτή που γεννά και δίνει ζωή. Να βλαστοανθοκαρποδένει κοντά του!»
Στα χωριά οι γέροντες λένε ότι τη λύρα που παίζανε παλιά, την πελεκούσανε από μουρνιά η αχλάδα η σφάκα. Είχανε τρις κόρδες που τη πρώτη την έλεγαν δαχτυλόκορδα ,την μεσαία μεσανή και την τρίτη βουργάρα. (la, re, sol).
Το δοξάρι είχε μικρά γερακοκούδουνα από μπακίρι,για να κρατάνε πάσο και οι τρίχες ήταν από ουρά μπεγιριού. Κάποιοι άλλοι γέροντες θεωρούσαν καλύτερες εκείνες που φτιάχνανε από λεμονιά ,η κισσό η ασφένταμο.
Τα τελευταία εξήντα χρόνια η κατασκευή της λύρας εξελίχθηκε. Με πρωτεργάτη, τον Μανόλη Σταγάκη, το μουσικό όργανο της Κρήτης δέχθηκε πολλές επιδράσεις από το βιολί.
Υιοθετήθηκαν πολλές αλλαγές όπως το κεφάλι, η γλώσσα, ο λαιμός, η πλάγια τοποθέτηση των κλειδιών, στο σκάφος κ.τ.λ.
Έτσι απόκτησε νέες δυνατότητες και η Κρητική μουσική έκανε άλματα στην εξέλιξη της.
Ο λυράρης παράγει ήχους τοποθετώντας τα δάχτυλα μεταξύ των χορδών, τις οποίες αγγίζει με τα νύχια από τα πλάγια δίχως να τις πατάει.
Έχουν αναπτυχθεί διάφορες τεχνικές δαχτυλοθεσίας. Κουρδίζεται κατά πέμπτες από την ψιλή στην μπάσα ,Λα-Ρε-Σολ. Σε παλιότερες λύρες υπήρχαν συμπαθητικές χορδές που σήμερα έχουν εγκαταλειφθεί .
Εξακολουθούν να τις χρησιμοποιούν εκείνοι που παίζουν παλαιού τύπου λύρες.
Το λυράκι είναι μικρότερο σε μέγεθος από τη λύρα με οξύ,διαπεραστικό, αδρύ, αυστηρό και μοναδικό ηχόχρωμα ενώ η βροντόλυρα με την βαθιά φωνή έχει μεγαλύτερη, βαθύτερη και πλατύτερη σκάφη.
Η βιολόλυρα έχει τέσσερεις χορδές κι άλλοτε το σχήμα της μοιάζει με βιολί κι άλλοτε με λύρα ενώ κουρδίζεται σε σολ-ρε-λα-μι.
Η συνεργασία των λυράρηδων με τους κατασκευαστές δείχνει να γίνονται αξιόλογοι πειραματισμοί που αναδεικνύουν νέες δυνατότητες στο όργανο ενώ μπορεί να ικανοποιήσει ιδιαίτερες απαιτήσεις και προτιμήσεις σε πολύ λεπτά θέματα όπως η δακτυλοθεσία ,ηχοχρώματα, εντάσεις ,στοιχεία δύναμης, πιο μπάσα , πιο πρίμα κτλ.
Ο καλύτερος φίλος της λύρας είναι το λαούτο, που δεν είναι μόνο συνοδευτικό όργανο αλλά και σολιστικό.
Είναι η καλύτερη «ζυγιά» και μαζί έφεραν τη μουσική μας εκεί που είναι σήμερα.
ΠΗΓΗ : mesogios.gr