Μελίτακας: Ακούγεται ενδεχομένως κάτι εντυπωσιακό. Κάτι μεγάλο σε μέγεθος. Είναι το ακριβώς ανάποδο. Το μυρμήγκι, απ’ αυτά τα μπαμπάτσικα όμως, που ρίχνουν άμα λάχει και κάνα τσίμπημα.
Παράδειγμα: «Πε του σερβιτόρου να μου φέρει μια μπύρα απ’ εκεινέ που κουβαλεί ο μελίτακας» (true story, από την εποχή της αξέχαστης διαφήμισης της BUD).
Κρούβγομαι: Τόσο δύσκολο να το καταλάβεις, όσο και να μείνεις ήρεμος όταν σου συμβεί. Σημαίνει πνίγομαι, κόβεται η αναπνοή μου, στραβοκαταπίνω.
Παράδειγμα: «Ήτρωγα ένα γουλίδι αρνί όντεν επαίξανε τη μπαλωθιά και παραλίγο να κρουφτώ».
Έχνος: Μια λέξη, δυο σημασίες. Σημαίνει το ζώο και, όπως και στην υπόλοιπη χώρα, χρησιμοποιείται και μεταφορικά. Αν σε αποκαλέσουν έτσι, κάνε ότι δεν κατάλαβες. Μην είσαι… έχνος και ξεκινήσεις εσύ καυγά στην Κρήτη.
-Παράδειγμα: Κι άλλο;
Γίβεντο: Συνοδεύεται συνήθως με απαξιωτικό ύφος και υποτιμητική διάθεση. Περιγράφει το ρεζιλίκι, το μασκαραλίκι, αυτό που στα μάτια του Κρητικού είναι ντροπιαστικό.
Παράδειγμα: «Εσηκώθηκε ο γρόθος (βλέπε προηγούμενο) να χορέψει και ήπεφτε χάμε από τσι κούπες. Ήντα ‘ναι μρε τούτα τα γίβεντα»!
Μαλάκα: Κι όμως. Πρόκειται για τη μοναδική περίπτωση που η φράση «δεν είναι αυτό που νομίζεις» λέει την αλήθεια. Είναι το πρώτο, μαλακό τυρί που μετά την ωρίμανσή του γίνεται γραβιέρα. Αν το δοκιμάσεις, θα το βάζεις στο στόμα σου συχνότερα από τη λέξη.
Παράδειγμα: «Μανώλλλλλλλη, μου ‘φερες τη μαλάκα που σου ζήτηξα να βάλω στα καλιτσούνια»;
Ποδιαλέγουρα: Τα μέρη από το σφαχτό που ξεχωρίζονται και μένουν στην άκρη γιατί δεν μαγειρεύονται. Μεταφορικά χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι β’ διαλογής, κάτι που είναι στα αζήτητα.
Παράδειγμα (οπαδού της ομάδας του χωριού): «Σάλεψε μωρέ άμπαλε μιαολιά, ήντα ‘ναι τούτα τα ποδιαλέγουρα απού ‘φερε οφέτος ο πρόεδρος».
Κουλουμούντρα: Δεν είναι ξόρκι, ούτε κάποια ασθένεια με σπάνιο όνομα, όπως το «Τακαμούρι» που είχε πάθει η Ράντου στο «Κωνσταντίνου και Ελένης». Πρόκειται απλά για την κωλοτούμπα.
-Παράδειγμα: «Του ‘πε το Μαριώ πως θα τονε παντρευτεί κι έκαμε κουλουμούντρες από τη χαρά του».
Ξα σου: Τόσο απλό, τόσο αντι-καταπιεστικό, τόσο… σταρχιδιστικό. Με δυο μικρές λεξούλες και πέντε μόνο γράμματα, ο Κρητικός σου λέει «στα παπάρια μου, κάνε ό,τι καταλαβαίνεις».
Παράδειγμα: «Μην της πέψεις SMS εδά που είσαι μεθυσμένος. Εγώ στο λέω και ξα σου…»
Μπούρμπαδος: Ο χάφτας, ο μούσκαρος. Τι, δεν κατάλαβες ακόμα; Αυτός που δεν στρίβει, ρε παιδί μου, που δεν του κόβει. Και εννέα φορές στις δέκα τα συγκεκριμένα… προσόντα συνοδεύονται από αγαρμποσύνη που θα ‘κανε τον Κολτσίδα να μοιάζει λόρδος.
Παράδειγμα: «Ποιος Σούπερμαν, μωρέ Μανώλη; Αυτός είναι ντίπι μπούρμπαδος, βάνει το σώβρακο πάνω από το παντελόνι».
Γρόθος: Ξεκινάμε με τα εύκολα. Είναι σίγουρα η πιο… διεθνής κρητική λέξη. Και -καθόλου τυχαία- περιγράφει το ίδιο πράγμα με την πιο κοινή λέξη γενικώς στη χώρα. Αρκεί να σκεφτείς ότι προέρχεται από τη γροθιά ..
Παράδειγμα: «Ένοιξε το ψυγείο ο γρόθος και αντί για νερό, εκουκουλώθηκε τη ρακή».
πηγη: menshouse.gr