Έκειά που φώλευγε η φιλιά…(του Αντώνη Κουκλινού)
Λα‘ί’νι δροσερό νερό, απ το σταμνί του χρόνου,
βάνω τση σκέψης που διψά, να ξεχαστεί του πόνου.
Στα καλντερίμια τση ζωής, τη θύμηση θα πέψω,
να κάμει στα παλαι’ι’νά, σπεράντζα, ν’αγναντέψω.
Έκειά που φώλευγε η φιλιά, και ξώμενε το γέλιο,
απού’ χανε οι αγκαλιές, τσ’ αγάπης το θεμέλιο.
Ο πλούτος πού ‘χε η αθρωπχιά, επόμεινε οπίσω,
γι αυτό δε βρίνω άθρωπο, να νιώθει, να μιλήσω.
Πράματα που δε ντα χωρεί, ο νους, τα ξεχωρίζει,
μ’ αποδιαλέγουρα ψυχής, το μέλλον δε ν’ ελπίζει…