Και να στερέψει η θάλασσα κι’ γής ν’ αλάξει χρώμα
Δεν σ’ απαρνιούμαι βιόλα μου,καλλιά νεκρός στο χώμα
Σ’ τση θάλασσας τα κύματα πατώ και δε βουλιάζω
Αφού μου το πες βιόλα μου Κίνδυνο δε λογιάζω
Τη(ν)αγκαλιά σου πεθυμώ,Φως μου να τη χορτάσω
Μ ‘ανε σκεφτείς να μ’αρνηθείς καλλιά Ζωή να χάσω
Αγουρος ήμουν κι’ κούσα το χτύπο τσι καρδιά σου
κι’ ακάτεχος επιάστηκα φαμέγιος στο σεβντά σου
Θα σ’ ανημένω βιόλα μου πάλι σ’ονείρου τόπους
Εκιά που ραχατεύγει ο νους αλάργο πω τσ’ αθρώπους
Δε τα φοβήθηκα ποτέ του έρωτα τα βέλη
γιατί τη ν’έχω τη καρδιά πέτρινη πω κοπέλι
Ούτε κι’ο θιός κατάφερε το πόνο μου να γιάννη
κι’ ολα μου τα τασήματα στ’ αζητητα τα βάνει
Ασ’μου ρήχνες το βλέμμα σου φως μου πρίν στο γηρέψω
θα χα ελπίδα τσι πληγές απού χω να γιατρέψω
Είχα ζαμάνια για να δω κλαδιά ν’αροδαμήζουν.
κι’ρθeς και βγάλανε βλαστούς κι’ αθούς απου μυρίζουν
Πολλές φορές η σκέψη μου,με τη δική σου σμίγει
κι’ έρχονται συναισθήματα που το καημό μου πνίγει
Στου νου τ’ ανήλιαγο κελί Θωρώ μαθές να λιάζει
Τσ’ ώρες από τη σκέψη σου Έχω και μ’ αγκαλιαζει
Πάγωσε το χαμόγελο φως μου στο μισεμο σου
κι αδιάφορο μ αφήνουνε οι ομορφιές του κόσμου
Γιάννης Παπαστεφανάκης (Καταλαγάρι)