OI ΑΛΛΕΣ ΑΡΕΤΕΣ ΤΟΥ ΛΕΥΤΕΡΗ ΤΟΥ «ΓΑΛΙΑΝΟΥ» ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
Μέρος Α’
Ο Λευτέρης Μανασσάκης, ο μουσικός θρύλος των νεοτέρων εποχών, γεννήθηκε στη Γαλιά Ηρακλείου το 1921, και δολοφονήθηκε το 1944. Οι γονείς του ήταν ο Ιωάννης Μανασσάκης, ο γνωστός μας Παπαγιάννης και μητέρα του ήταν η Αδαμαντία, που δυστυχώς έφερε βαρέως τον χαμό του γιού της, και όταν την ειδοποίησαν μετά δύο μόλις χρόνια, ότι σκοτώθηκε και ο άλλος της γιος ο Γιώργης στη μάχη, τότε δεν άντεξε άλλο η καρδιά της , και το 1947 πέθανε και εκείνη.
Οι αρετές του Λευτέρη, μονάχα σε βιβλίο μπορούσαν να χωρέσουν, αλλά δεν θα παραλείψουμε να αναφέρουμε κάποιες από αυτές σήμερα, που βασίζονται σε μαρτυρίες ανθρώπων που τον έζησαν, σε στενούς συγγενείς ή σε όσους έχουν ακούσει κάποια πράγματα.
Θα πούμε λοιπόν πως ο Λευτέρης ήταν άνθρωπος φιλότιμος πρόσχαρος, ανοιχτόκαρδος, είχε ήθος και πνεύμα σε πλήρη ισορροπία, παράλληλα ήταν και ένας σπουδαίος μερακλής, χορευτής και κανταδόρος. Είναι αυτός που δίδαξε την καντάδα στους Μεσαρίτες.
Ήταν ακόμα και σπουδαίος συμβιβαστής υποθέσεων. Όπου υπήρχαν τσακωμοί ή διχόνοιες, εκείνος έμπαινε στη μέση, και συμβίβαζε τη κατάσταση. Είχε αναλάβει πολλούς «σασμούς» κατά τη διάρκεια του σύντομου βίου του, και τους λεφερε εις Γαλιανή σχολή» σε ολόκληρη τη Κρήτη, και δεν θα επεκταθούμε σε αυτό.
Με το ιδιαίτερο παίξιμό του, είχε επηρεάσει κατ’ αρχάς τους μετέπειτα μουσικούς και οργανοπαίχτες της κρητικής μουσικής, και πρώτους τους τρείς λυράρηδες του χωριού, Τσαχονικολή (Νικόλαο Ζαχαριουδάκη), Ανδρέα, Νικολούδη Ανδρέα) και Μαραγκομιχάλη (Μιχάλη Μαραγκάκη), οι οποίοι έπαιζαν στη συνέχεια τους σκοπούς του.
Με τους σκοπούς του Λευτέρη επηρεάστηκαν επίσης και τα αδέρφια του που συνέχισαν τη μουσική του, τον Μανώλη Μανασσάκη, καθώς και την αδερφή του Ελένη οι οποίοι έπαιξαν και οι ίδιοι έχοντας ακούσματά του . Ο δε Μανώλης Μανασσάκης συνεργάστηκε κάποτε και με τον Γαργανουράκη, και ο ίδιος ο Γαργανουράκης ίσως να πήρε στοιχεία του Λευτέρη μέσω του Μανώλη.
Εκτός αυτών συνεργάστηκε με τον Καστελλολευτέρη (Λευτέρη Καμπουράκη), τον οποίο τον είχε πασαδώρο, τον Σάββα από τη Φανερωμένη και άλλους. Ακούσματα του Λευτέρη είχε και ο Αλέκος Φανουράκης ο λαουτιέρης, αλλά εκείνος όμως τα ακούσματα τα είχε σε μικρή ηλικία.
Ο ΛΕΥΤΈΡΗΣ ΕΊΧΕ ΠΟΛΛΕΣ ΑΡΕΤΈΣ
Κατ’ αρχήν πρέπει να πούμε, πως κάποιες πληροφορίες για τον Λευτέρη τον Γαλιανό θα μας τις δώσει ο Αλέκος Φανουράκης, ο οποίος ήταν για χρόνια ο σπουδαιότερος λαουτιέρης της Γαλιάς, και τον θυμάται σαν παιδί, σήμερα είναι 86 χρόνων και ζει στη Γαλιά.
Ο Λευτέρης, θα μας πεί ο Αλέμος, ήταν άνθρωπος έξυπνος, σοβαρός, έντιμος και στη τεχνική του αυτοδίδαχτος.
Ο Λευτέρης, μέχρι σήμερα, παρέμεινε αναντικατάστατος στο είδος της κρητικής μουσικής που έπαιζε, αν και αυτοδίδακτος, αφού δεν είχε ποτέ δάσκαλο, είχε μόνο ακούσματα τα οποία τα έκανε « ιδιαίτερα» με το παίξιμό του. Πέραν τούτου, ίσως πολλοί δεν γνωρίζουν πως είχε και πολλά άλλα σπάνια προσόντα και αρετές στον χαραχτήρα του .
Μα και μόνο να μελετήσει κάποιος τη φωτογραφία του, θα δει πράγματι με τη πρώτη ματιά, πως πρόκειται για άνθρωπο καλοσυνάτο, πράο ήρεμο, αλλά χωρίς από την άλλη μεριά να του λείπει η λεβεντιά, επειδή στη ζωή του υπήρξε καλός πατριώτης, και συνεχίζει:
Όσο ήταν κατοχή, εκείνος με πάθος συμμετείχε στις ενισχύσεις σε ανάγκες στις πατριωτικές οργανώσεις, κυρίως στους εφοδιασμούς ελλήνων και συμμάχων.
Και το ίδιο του το μαγαζί του που ήταν καφενείο, ήταν κι αυτό στέκι της οργάνωσης.
Μια ιδέα για το ποιος ήταν λοιπόν ο Λευτέρης , θα μάθουμε με βάσει καποιες παλιές θύμησες του Αλέκο Φανουράκη του λαουτιέρη του χωριού, και στο επόμενο κεφάλαιο του Μαραγκομύρο, και της αδερφής του Μαρίας, που στοιχειοθετούν τα όσα αναφέρουμε ανωτέρω.
Ο ΛΕΥΤΈΡΗΣ ΉΤΑΝ ΦΟΒΕΡΆ ΕΤΟΙΜΌΛΟΓΟΣ
Θα πει παρακάτω ο Αλέκος Φανουράκης:
Τον Λευτέρη εγώ ίσα που τον θυμάμαι μικρός, Όπως σας είπα, ήτανε άνθρωπος εκτός από πατριώτης, μερακλής, μεγάλος καλλιτέχνης, ήταν και πολύ ετοιμόλογος. Έδινε αμέσως απάντηση και μάλιστα καίρια! Μια μέρα νεαρός ακόμα, ήταν στη ταράτσα του σπιτιού του, και κράταγε ένα μικρό καθρεφτάκι και είχε και ένα μικρό χτενάκι και χτενιζόταν. Απέναντι του σε μια άλλη ταράτσα ήταν μια κοπελιά, με την οποία ήταν τρελά ερωτευμένος, αλλά όμως εκείνη δεν τον είχε δει, και η στάση της όπως καθόταν, επέτρεπε να φαίνεται το εσώρουχό της. Ο Λευτέρης όμως επειδή την αγαπούσε και την σεβόταν, ήθελε απλά μια και ήταν σοβαρός, να της κάνει με το φώς του καθρέφτη απλό «σινιάλο», όχι γιατί ήθελε να τη πειράξει, αλλά της έριξε το φως του ήλιου στα μάτια ,για να την ειδοποιήσει με αυτό τον τρόπο να πάρει σωστή στάση. Αφού το έκανε αυτό ο Λευτέρης, εκείνη πειράχτηκε, ένοιωσε θιγμένη, και του έδωσε αμέσως ένα πούλο (μούντζα)!
Όμως και ο Λευτέρης, ένοιωσε τότε και αυτός θιγμένος εκείνη τη στιγμή με τη μούντζα που δέχτηκε, και τότε της είπε επιτόπου μια μαντινάδα, που μαρτυρά και την ετοιμολογία του:
«Το μ-πούλο τον ε δίδουνε του σκύλου που γαυγίζει,
και όχι του παλικαριού γιατί στο νου αγγίζει.»
Εκείνα τα χρόνια βέβαια συνήθιζαν οι νεαροί να πειράζουν τα κορίτσια, και εκείνα συνήθως δεν μιλάγανε καν, απλά του έδιναν μια μούντζα!
Τότε καταλάβαινε ο νεαρός ότι δεν τον παίρνει, και συνέχιζε τον δρόμο του.
HΤΑΝ ΜΕΡΑΚΛΉΣ ΚΑΙ ΔΙΔΑΞΕ ΤΙΣ ΚΑΝΤΑΔΕΣ ΣΤΗ ΜΕΣΑΡΑ
Οι καντάδες είχαν κορυφωθεί, την εποχή του Λευτέρη του Γαλιανού, και συνεχίζει ο Αλέκος:
Όλα τα χωριά είχαν συνήθως 4 ή 5 λυράρηδες, το ίδιο και η Γαλιά, όλες τις εποχές, ακόμα και σήμερα, διότι η Γαλιά, ήταν από τα πιο μερακλίδικα χωριά!
Οι λυράρηδες, συγκεντρωνόταν σε κάποιο καφενείο, έτρωγαν κυρίως απλό φαγητό, έπιναν κρασί και όταν νύχτωνε, η παρέα έβγαινε στους δρόμους για καντάδα.
τραγούδαγε τη πρώτη στροφή και επαναλάμβαναν οι άλλοι. Πήγαιναν όπου αγαπούσε ο καθένας ή είχε «μπολιάσει» κάποια κοπέλα! Έτσι έκανε και ο Λευτέρης ο Γαλιανός.
Είχε το μαγαζί του, ένα καφενείο στη μεσοχωριά, και εκεί μαζευόταν οι τέσσερις πέντε φίλοι του και κουτσοπίνανε παίζοντας εκείνος λύρα. Όλοι τους τότε ήταν ανύπαντροι.
ΟΙ φίλοι του Λευτέρη ήταν ο Κουτσόκωστας, ο Καπαϊδώνης, ο Καψαλόκωστας, ο Χαζιρομιχάλης, Ρετζεπομιχάλης και ίσως και άλλοι. Σαν πήγαινε 9 η ώρα το βράδυ, τους έλεγε:-Άντε, σηκωθείτε δα, να πάμε μια γύρα στο χωριό!
Αυτός βέβαια είχε τους δικούς του λόγους, αφού κι αυτός υπεραγαπούσε κάποια χωριανή του! Κοντά στην αγάπη του κάθε ενός της παρέας σταματούσαν και έπαιζαν και τραγουδούσαν τους «σκοπούς της νύχτας», που ήταν δικοί του, συνοδεύοντας με μαντινάδες! Έκτοτε καθιερώθηκε στις τότε καντάδες ο Γαλιανός σκοπός απ’ όλους τους μερακλήδες της Μεσαράς! Δεν έβγαιναν κάθε μέρα για καντάδες, αλλά όμως δυο φορές τη βδομάδα σίγουρα! Ο Γαλιανός σκοπός είναι σκοπός της νύχτας, τον τραγούδαγαν τη νύχτα μαζί με τους άλλους σκοπούς της νύχτας παρέα με τα αστέρια και το φεγγάρι, και η νύχτα βοήθαγε στην αγαλλίαση της ψυχής τους!
Ο ΛΕΥΤΈΡΗΣ ΉΤΑΝ ΣΠΟΥΔΑΊΟΣ ΣΥΜΒΙΒΑΣΤΉΣ
(Σε μια βάφτιση στου Βελούδη)
Ρώτησα τον Αλέκο, αν θυμάται περιστατικό που να διαφαίνεται πως ο Λευτέρης ήταν και καλός συμβιβαστής σε τυχόν καυγάδες.
ΟΛευτέρης θυμάμαι που έπαιζε πάλι ο Λευτέρης σε ένα γάμο στον Άη Γιάννη στου Βελούδη, με άγνωστο λαουτιέρη.
Εβαφτίζανε δυό κοπέλια, του Πανάγο την Αφροδίτη, και του Λυκούργο τη Μαρία.
Τυχαίνει να είναι συντέκνισσα η θεία του, του Κρυγιαροζαχάρη η γυναίκα, απάντρευτη τότε. Το γλέντι ήταν μεγάλο με πολλές παρέες, και πολλά και τα τραπέζια κάτω από τις ελιές. Όταν τέλειωσε το γλέντι, είχαν μείνει μονάχα η «κρασοπαρέα», την οποία θέλησε να κεράσει στο εξοχικό του ο Κανόνης (Δημήτρης Φανουράκης), που το είχε κάπου κοντά στη περιοχή «Φτεριάς».
Εκεί είχε τα ζώα του, υπήρχε πηγή με άφθονο νερό και του γέμιζε μια μεγάλη στέρνα.
Έτσι σαν σχόλασε η παρέα, περνώντας από το ύψωμα στο Καστροκέφαλο, καθώς ήταν ξανύχτηδες και πιωμένοι, κάποιοι ξάπλωσαν κάτω από τις ελιές και αποκοιμήθηκαν!
Ένας από τους κοιμισμένους στις ελιές ήταν και ο Καψαλοστεφανής που ήταν φίλος του Λευτέρη.
Η παρέα φθάνοντας στο Φτεριά στο σπιτάκι του Κανόνη, τον αναζήτησαν!
Πετάγεται ένας και λέει:
-Εκειά τον είδα το Καψαλοστεφανή και αποκοιμήθηκε σε μια ελιά!
Πιάνουν δυό και πάνε να τον «μαζέψουν», και να τον φέρουν στη παρέα, αλλά στο δρόμο βρήκαν δυό ίσια ξύλα και έφτιαξαν ένα πρόχειρο «καδελέτο» (φορείο).
Αφού πήγαν εκεί που ήταν κοιμισμένος, τον πιάνει ο ένας από τα πόδια και ο άλλος από τους ώμους, και τον έριξαν πάνω στο καδελέτο -φορείο! Το κεφάλι του καθώς τον πήγαιναν στου Κανόνη κρέμαγε από το «φορείο», και ο Καψαλοστεφανής που είχε πια ξυπνήσει τους λέει:
-Ε βάλετέ μου σκιάς και ένα μαξελάρι!
-Να σου βάλουμε θέμε -νε εμείς και μαξελάρι, μα θα σε ρίξομε και στη στέρνα άμα πάμε! Του λένε εκείνοι γελώντας.
Πράγματι μόλις φθάσανε στη στέρνα του Κανόνη, σηκώνει πρώτος αυτός που κρατούσε από τα πόδια, και τον πετούνε στο νερό, που είχε βάθος 1,5 μέτρο!
Στη συνέχεια πέσανε στο νερό και οι δυό που τον κρατούσανε!
Σα βγήκε έξω ο Στεφανής, τότε –σας τως ε- λέει:
-Κερατάδες και δεν ήπια τσουράλια τω καβρομαμούνω!
Να πούμε εδώ πως ο Καψαλοστεφανής τότε ήταν αδύνατος μερακλής και καλοσυνάτος άνθρωπος. «Τσουράλια» εννοούσε τα σφαιρίδια που έφτιαχναν κάποια σκαθάρια στην εξοχή από καβαλίνες, που οι ντόπιοι τις λένε «καβρομαμούνες» του αγρού, που μέσα εκεί γεννούσαν τα αυγά τους.
Η Κανόνενα είχε το δίσκο στα χέρια και κερνούσε τους καλεσμένους.
Ο Κανόνης σιμώνει (πλησιάζει) το κουτσουνάρι, σκύβει να το καθαρίσει με τα χέρια του, για να πχεί ο κόσμος δροσερό και καθαρό νερό.
Εκεί που έσκυβε ο Κανόνης, πάει ένας από πίσω του, τον πιάνει από τον ώμο, και του δίνει μια σπρωξιά και τον ρίχνει ανάσκελα στο νερό!
Νευριασμένος βγαίνει από το νερό ο Κανόνης, και λέει σε όλους:
-Κερατάδες! Όπχοιος δε πέσει αυτή τη στιγμή στο νερό, θα τον-ε πετάξω μέσα εγώ αμοναχός μου!
Η υπόθεση είχε πάρει λάθος τροπή, και υπήρχε περίπτωση να ξεσπάσει καυγάς.
Εκείνη όμως τη στιγμή όμως, ο Λευτέρης ο Γαλιανός για να αποφύγει το κακό, πιάνει με τη μια του χέρα τη λύρα με το δοξάρι και έπεσε πρώτος στο νερό!
Στη συνέχεια έγινε πανηγυράκι! Σαν τη κλοσσού που την ακολουθούν τα κλοσσόπουλα, έπεφτε ένας – ένας στο νερό και τον ακολουθούσε, ενώ εκείνος έπαιζε τη λύρα του μέσα στο νερό!
Μετά από αυτή την σοφή ενέργεια του Λευτέρη, διασκέδασαν όλοι, ηρέμισε και ο Κανόνης, και η βραδιά έμελλε να μείνει σε όλους αξέχαστη!
Επειδή στη παρέα εκείνη τη βραδιά ήταν παρών και ο Αλέκος ο λαουτιέρης, έβγαλε μόνος του μια μαντινάδα, για να θυμάται εκείνο το περιστατικό, και το τραγουδούσε στα γλέντια κάπου – κάπου:
«Έχω μια περιπέτεια εις το Φτεριά μια μέρα που όλοι μας επέσαμε στη στέρνα η παρέα!»
Ο ΛΕΥΤΈΡΗΣ ΉΤΑΝ ΙΔΙΑΊΤΕΡΑ ΜΕΡΑΚΛΉΣ ΚΑΙ ΕΡΩΤΙΚΌΣ ΆΝΘΡΩΠΟΣ
(Πώς γνωρίστηκε με τον Ανδρέα Νικολούδη)
Συνέχεια της μαρτυρίας του Αλέκου εξηγεί πως έγινε η πρώτη γνωριμία του Λευτέρη με τον Ανδρέα Νικολούδη, αλλά παράλληλα φανερώνει και τον χαραχτήρα του σαν μερακλής.
>Ο Λευτέρης είχε το καφενείο του, που ήταν εκεί που τώρα είναι ένας φούρνος, διπλά στου Μανώλη του Μαραγκάκη το πρώην μπακάλικο. Εκείνο το απόγευμα ήταν μόνος του και έπαιζε τη βιολόλυρα.
Το καφενείο αυτό το είχε από μικρός, έως και το ’44 που τον σκότωσαν.
Ένα βράδυ πέρναγε απ’ έξω από το μαγαζί ο νεαρός ακόμα Ανδρέας Νικολούδης, την ώρα που ο Λευτέρης έπαιζε βιολόλυρα. Πάει κοντά στη πόρτα ο Ανδρέας, και τη μισανοίγει. Στήνει λίγο το αυτί του να ακούσει τι παίζει, και μετά πάλι απαλά τη ξανακλείνει ι σιγά – σιγά, και πάει να φύγει. Τότε ακούει από μέσα μια φωνή:
-Ανδρέα, έλα μέσα που σε θέλω! Έλα γιατί απόψε έχουμε να κάμουμε ένα «ποδαρικό»!
-Ήντα «ποδαρικό» Λευτέρη? Ρωτά ο Ανδρέας
-Ήρθε σήμερα μια καλά καλή κοπελιά όμορφη από τη Φανερωμένη, και είναι ανιψά του Διαμιανογιώργη. Εκειά στο σπίτι του θα ξωμείνει αργά παρέα με τη κόρη του, μόνο έλα να πάμε τη νύχτα να τση κάμωμε καντάδα! Πήρανε λοιπόν τα όργανα αργά, ο Λευτέρης με τον Ανδρέα, και πάνε απέξω από το σπίτι του Διαμιανογιώργη που έμενε η κοπελιά η όμορφη, που ήταν νεοφερμένη! Το σπίτι ήταν απέναντι από του Ρετζεπομανώλη, και δίπλα στου Μπούζο. Σαν φθάσανε απ έξω από το σπίτι, ο Λευτέρης πιάνει τη βιολόλυρα του, στηρίζει το πόδι του σε ένα πεζούλι, και παίζοντας της λέει την εξής μαντινάδα:
«Παραθυράκι μου κλειστό δείξε μου τη κερά σου
μ’ ασήμι και με μάλαμα θα κάνω τα καρφιά σου».
Έπειτα περίμενε αγωνιωδώς να δει τι θα γίνει. Ανοίγει πράγματι τότε ελαφρώς το παραθυράκι, και το λιγοστό φως του λύχνου που διανύριζε μέσα, έκανε στο μισοσκόταδο να φωτίσει λιγάκι το παράθυρο. Αυτό το «φως» περίμενε να δει και ο Λευτέρης, και σαν το είδε, είπε του Ανδρέα:
-Άντε, πάμε δα Αντρέα, μα «επληρωθήκαμε»!
Εκείνα-να τα χρόνια, λέει ο Αλέκος, οι κοπελιές συζητούσαν η μια με την άλλη.
-Άκουσες μωρή οψάργας τη καντάδα?
-Ναι τηνε άκουσα, ντα πχοί και πχοί ‘τανε…?
Τέτοιες μυστικές συζητήσεις είχανε να συζητάνε τότε οι κοπελιές εκείνα τα χρόνια.
ΉΤΑΝ ΣΠΟΥΔΑΊΟΣ ΠΑΤΡΙΏΤΗΣ
Ρώτησα ακόμα τον Αλέκο να μου μιλήσει για τον πατριώτη Λευτέρη.
>Ήταν σπουδαίος πατριώτης ο Λευτέρης, μια φορά ήταν μια περίοδος που ήθελε διακαώς να καταταγεί ως εθελοντής στη Μέση Ανατολή.
Η υπόθεση παρέμεινε μυστική, η αναχώρηση θα γινόταν νύχτα κρυφά, χωρίς κανείς να πάρει είδηση το παραμικρό! Ούτε καν οι δικοί του άνθρωποι, ούτε ακόμα και οι γονείς του έπρεπε να μάθουν τίποτα!
Στη Γαλιά στο «γκρούπ» των πατριωτών και εθελοντών στη τροφοδοσία των ανταρτών και συμμάχων, ήταν επικεφαλής ο Νικολακογιάννης (Νικολακάκης Ιωάννης).
Τους συμμάχους ή εθελοντές αντάρτες, τους πήγαινε με τα πόδια στους Καλούς Λιμένες, και από εκεί θα περίμεναν το καράβι που θα τους μετέφερε στ στη Μέση Ανατολή.
Έτσι έγινε και εκείνη την ημέρα που ήθελε ο Λευτέρης να συνοδέψει τον Νικολακογιάννη σε ένα ακόμη δρομολόγιο. Το σχέδιό του να φύγει το είχε ετοιμάσει από καιρό. Ήταν η εποχή που του έδωσε ο πατέρας του ένα ντανά (αρσενικό βόδι), να τον πάει στις Μοίρες και να τον πουλήσει το Σαββάτο, όπως και έκανε.
Με τα λεφτά ακόμα του ντανά στη τσέπη, την επ’ αύριο πηγαίνανε πάλι για να πάνε εφόδια με το Γιάννη Νκολακάκη στα νότια παράλια της Κρήτης.
Δεν είχαν σταθερό σημείο, οι συναντήσεις γινόταν σε όλα τα νότια παράλια από τους Καλούς Λιμένες έως του Λέντα, κάθε φορά άραζαν καράβια αντιτορπιλικά ή υποβρύχια σε διαφορετικό σημείο.
Στο δρόμο που πηγαίνανε, σκάει το μυστικό ο Λευτέρης του Νικολακογιάννη, ότι θέλει κι αυτός να καταταγεί, και να μπει στο καράβι και να φύγει με τους συμμάχους. Πριν φθάσουν στον προορισμό τους μάλιστα, βγάζει ο Λευτέρης από τη τσέπη του τα λεφτά του ντανά και τα δίνει στον Νικολακογιάννη να τα δώσει του πατέρα του, λέγοντάς του:
-Πάρε εκειανέ τα λεφτά να τα δόσεις του πατέρα μου, γιατί εγώ θα μπω στο καράβι αυτό και θα φύγω.
-Ε και ήντα θα του πω? Αφού δεν θα πρέπει να το μάθει κανείς, πως θα δικαιολογήσω τα λεφτά πως μου τα’ δωκες? Υποτίθεται πως δε θες να ξέρει κιανείς, μα κιανείς που πας, ούτε καν ο πατέρας σου! Άστο Λευτέρη, είναι μπέρδεμα, ύστερα ο πατέρας σου είναι αρκετά γέρος ανήμπορος και σε χρειάζεται στις δουλειές. Άστο μωρέ Λευτέρη, μη μπαρκάρεις εδά, ξανασκέψου ‘το, και φεύγεις με άλλη αποστολή, μα καράβι έχει κάθε μήνα, για κάθε δεκαπέντε!
Έτσι τον επηρέασε και τον αντίβαλλε, δεν έφυγε τελικά, οπότε και γυρίσανε οπίσω. Όμως δυστυχώς την ίδια χρονιά κιόλας τον δολοφόνησαν. Από τότε ο Νικολακογιάννης ένοιωθε μεγάλες τύψεις, και το έφερε βαρέως, γιατί πάντα έλεγε:
-Μα γιάντα να μην τον αφήσω εγώ να φύγει, που ίσως και να ζούσε, και θα τη γλύτωνε να μην τον –ε σκοτώσουνε…
Πράγματι μετά το θάνατο του Λευτέρη, το μετάνιωνε πικρά ο Νικολακογιάννης, γιατί πίστευε ότι αν τον άφηνε να πάει, μπορεί και να ζούσε ακόμα, και αυτό τον βασάνιζε σε όλη του τη ζωή.
Συνεχίζεται
Κείμενο – φωτογραφίες: Γεώργιος Χουστουλάκης