Σταύρος Τζανής – Στ Αρμιά θ’ αλλαργοξοριστώ
Δὲν τὴ φοβοῦμαι τὴ μοναξᾶ…
Εἰδικά, ἐτούτη τῆς ἐρημιᾶς… Ποιὸς λογικὸς τὴν φοβήθηκε ποτὲ καὶ ποιὸς τρελός, δὲν τὴν λαχταρίζει;
Ποιὸς δὲν βρίχνει ραχάτι μὲς τοῦ δάσους τὴ μητρικὴ δοχή; Μέσα στῆς μάνας φύσης τὴν καρδιὰ καὶ ποιὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ δὲν μαγεύεται, ἀπὸ τὸ πορφυρὸ χρῶμα τοῦ δειλινοῦ, τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἥλιος βυθίζεται καὶ πεθαίνει στση δύσης τὴν ἀγκάλη. Ποιὸς δὲ ξυπνᾶ μὲ τὸ χαμόγελο στὰ χείλη, μετὰ τὸ τέλος μιᾶς μοναχικῆς νυχτιᾶς, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ὁποίας κοιτώντας τὸ βλοημένο στερέωμα τ’ οὐρανοῦ ἀποκοιμήθηκε, ἔχοντας γιὰ πάπλωμα τὸ φῶς τῶν ἀστεριῶν καὶ τ’ ἀρμιὰ δεκτικὰ καὶ πρόσχαρα, φιλοξένησαν τὶς μεγαλύτερες ὑπαρξιακὲς ἀναζητήσεις του, ἄκουσαν τὸ θόρυβο τῆς σιωπῆς του, δίδοντάς του μὲ τὸν τρόπο τους, τὶς πιὸ ἠχηρὲς καὶ εὐκατανόητες ἀπαντήσεις καὶ στὴ συνέχεια μ΄ ἕνα γλυκὸ σκοπὸ τσὴ φύσης κι’ ἕνα ἀγέρι ἐρωντικό, μερέψανε τὸν ἀγκουσεμένο λοϊσμὸ ντού. Ἡ κάθε ἀπάντηση, βρίχνεται στὴ φύση. Ἡ φύση εἶναι ὁ μεγαλύτερος ποιητής, ζωγράφος, καλλιτέχνης ποὺ ὑπάρχει. Ἡ φύση γεννᾶ, ἡ φύση γράφει, ζωγραφίζει, ποιεῖ. Ἡ φύση πάντα ἔχει ἀνοιχτὴ τὴν ἀγκάλη τζὴ καὶ σκοτώνει κάθε ἴχνος μοναξᾶς, ἀφοῦ χαιδεύει τὶς πιὸ εὐαίσθητες χορδὲς τῆς ψυχῆς καὶ γαληνεύει τὸ νοῦ, μὲ ἕνα τρόπο ξεχωριστό…
Μὰ φοβοῦμαι τὴ μοναξᾶ ἀνάμεσα στσ’ ἀθρώπους. Τὴ φοβοῦμαι τὴν ἄτιμη, γιατί χειρότερη δὲν ὑπάρχει ἀπὸ τούτη.
Δὲν νταγιαντίζεται ἡ κρυγιώτη στῶν ἀθρώπων τσὶ ψυχές, μ’ ἂν θὲς κάποτε υπήρχε καὶ ἔκεια μέσα λιακάδα, ἀλλὰ ἡ φθορὰ καὶ τὸ ἄλογο διαγούμισμα τσὴ νιότης, ἀπὸ τὸν χρόνο τὸ καταλυτή, ἔφερε τὴ χειμωνιὰ ἐφ’ ὄρου ζωῆς στσι ψυχὲς τῶς…
Κι’ ὅμως οἱ τσακμακόπετρες τῆς καρδιᾶς εἶναι ἐκεῖ καὶ περιμένουν…
Περιμένουν νὰ σηκωθεῖς, νὰ τσὶ πιάσεις καὶ νὰ κεντήσεις τὴν ψυχή σου, μὲ τὴ φλόγα τσὴ πεθυμιᾶς. Τὴν ψυχή σου, ποὺ ἔχει γεμίσει λαθρακιασμένα ξύλα τοῦ μαρασμοῦ καὶ τῆς ἀδράνειας. Σήκω πάνω καὶ καλαπόδιασε τὸ χρόνο, βάλε τσὴ νιότης τὸ φέσι τὸ μεταξωτό, ἀναντράνισε καὶ ἀνέτριξε τὰ δόδια! Μέθυσε μὲ κρασί, μὲ ἔρωντα, μέθυσε μὲ γλυκὲς ψυχὲς ποὺ χεραγκαλιὰ μὲ τσ’ ἀγάπης τὸ σκοπὸ στραταρίζουν σὲ τοῦτο τὸ κακοτράχαλο καλντιρίμι τῆς φθορᾶς, χωρὶς νὰ πολυλογιάζουνε τὶς ἀπώλειες τοῦ χρόνου…
Κι ἂν δὲ βρεῖς ψυχὴ ν’ ἀκουμπήσεις, νὰ ξαποστάσεις καὶ νὰ μερέψεις τσὶ δαιμόνους ποὺ χορένε στὸ νοῦ σου κάθ΄ἀργά, ἀλαργοξορίσου ἀπὸ ὅποιαν ψεύτικη ἀφόρεση σὲ τυραννίζει. Μὴ ρέμπεσαι ξένου ἀθρώπου κόπο, μοῦδε καὶ τὸ κακὸ κιανενοὺς μὴν ποθεῖς, μὰ ἡ καθάρια καρδιὰ μαμουντιὲς εἶναι σάϊκα ἄθρωπέ μου…
Ἀλαργοξορίσου στ’ ἀρμιά… Αὐτὰ κατένε νὰ ἀκοῦνε πλια καλὰ ‘πὸ τσ’ ἀθρώπους. Γι’ αὐτὸ κι ἐγὼ μέσα ντῶς θὰ γυρέψω τσ’ ἀπαντήσεις ποὺ νιτριγάρουνε σαφῆ τὸ λοϊσμό, μέσα ντῶς θὰ ξαναγεννηθῶ, μέσα ντῶς θὰ ξαναβρῶ τ’ ἄδολο φῶς τοῦ πόθου, στ΄ἀρμιᾶ…
Στ’ ἀρμιὰ θ’ ἀλαργοξοριστῶ…
Ἀρμιὰ εἶναι οἱ ράχες τῶν βουνῶν…
Σ. Τ.
Καμαριώτης, 7 Απριλίου 2017
Παραγωγή – Κεντρική διάθεση:
Αεράκης – Κρητικό Μουσικό Εργαστήρι & Σείστρον
Πλ. Κοραή 14, Τ.Κ 71202
Ηράκλειο Κρήτης
Τηλ./Fax: 2810225758
www.aerakis.net