ΜΙΑ ΜΑΝΑ ΠΕΝΤΑΜΟΝΑΧΗ
Μια μάνα ήτο σκεφτικιά και στενοχωρημένη
γιατί κοπέλια ‘νέθρεψε μα μοναχή ξωμένει
Βάνει τα με τη μοίρα τζη και σιγομουρμουρίζει
που μοναχή επόμεινε και δεν το νταγιαντίζει
Με την παντέρμη αμοναξά η ζήση τζη διαβαίνει
γι αυτό το δάκρυ τζη καυτό θωρείς και κατεβαίνει
Η πόρτα τζη ‘ναι σφαλιχτή κανείς δε διασφαλάσσει
κι αμοναχή το ριζικό τση ‘γραφε να περάσει
Τούτη την έρμη τη ζωή να φτάξει ως τα γέρα
και να μην έχει κοπελιού ‘ποκούμπισμα στη χέρα
Δεν τση ‘φηκεν ο Χάροντας τρίχα στ’ αρχοντικό τζη
κι ένα κοπέλι στήριγμα να ‘ναι τω γεραθιώ τζη
Ακόμη και το ταίρι τζη επήρε τζη στον άδη
κι εζούσε μες τση μοναξάς το τρίσβαθο σκοτάδι
Στο μαυρισμένον πόλεμο τρεις γιούς είχενε χάσει
κι αμοναχή τση μέλλουντο τη ζήση να περάσει
Άθρωπος δεν εσίμωνε καματερές και σκόλες
κι ίδιες για κείνην ήτονε του χρόνου οι μέρες όλες
Κι απηλογούντο αμοναχή με πρίκα εις τα χείλη
αφού η ζήση τζη ‘τονε φτασμένη μπλιο στο δείλι
Κι έλεγε “έρμε Χάροντα” μια νύχτα να περάσεις
και το φτωχό μου το κορμί να μου το ξεκουράσεις
Να πα να βρω τσι τρεις μου γιούς και το δικό ντως κύρη
στον άδη να στελιώσωμε γλέντι και πανηγύρι
Δεν τηνε θέλω τη ζωή καλλιά ‘χω να ποθάνω
δίχως τως πε μου Χάροντα είντα θα ζω να κάνω
Κι απάκουσέ τζη ο Χάροντας την ιδιαμένην ώρα
κι έριξε του θανατικού απάνω τζη τη μπόρα
Κι εσφάλιξε τα χείλη τζη μα και τα δυο τζη μάθια
και με τσι γιούς τση εβρέθηκε στου άδη τα παλάθια
Και με τ’ αγαπημένο τζη και λατρευτό τζη ταίρι
σεργιάνιζε κι εβάστανε ο γεις τ’ αλλού το χέρι
Κουκουμπεδάκη Χαριστή 19/11/2018