Τα ταυροκαθάψια ήταν άθλημα της μινωικής εποχής, στο οποίο ο αθλητής εκτελούσε άλματα πάνω από έναν ταύρο. Έχουν βρεθεί αρκετές παραστάσεις και στην Κρήτη (τοιχογραφίες, αγαλματίδια, σφραγίδες) αλλά και σε άλλα μέρη της Ελλάδας (Πύλος, Τίρυνθα) και στη Μικρά Ασία (Σμύρνη).
Η γιορτή ήταν αφιερωμένη στον θεό Ποσειδώνα. Το άθλημα, αντίθετα με την ταυρομαχία, δεν απαιτούσε το φόνο των ταύρων. Ο σκοπός του ήταν να αναδείξει την τόλμη και την ευλυγισία των αθλητών. Τέσσερις άνδρες και γυναίκες κρατούσαν ξύλινα ρόπαλα και τριγυρίζοντας τον ταύρο, ένας από αυτούς προσπαθούσε να ανέβει στη ράχη του ζώου και κρατώντας τα κέρατα του εκτελούσε διάφορες ακροβατικές ασκήσεις.
https://www.facebook.com/dimitrios.dimitrioy.1/videos/552528564874041/
Μινωική έκρηξη ονομάζεται η καταστροφική ηφαιστειακή έκρηξη που έγινε κατά την Υστεροκυκλαδική Ι περίοδο στην νήσο Στρογγύλη και είχε ως αποτέλεσμα την δημιουργία αυτού που σήμερα ονομάζουμε καλδέρα της Σαντορίνης και την καταστροφή του προϊστορικού πολιτισμού του νησιού. Έχει υπολογιστεί ότι ο δείκτης μεγέθους της ηφαιστειακής έκρηξης (VEI – Volcanic Explosivity Index) είναι ίσος με 7 και ο όγκος των υλικών που εκτοξεύτηκαν ήταν περίπου 60 κυβικά χιλιόμετρα. Τα δεδομένα αυτά κατατάσσουν την Μινωική έκρηξη ως την δεύτερη μεγαλύτερη έκρηξη στην ανθρώπινη ιστορία μετά από αυτή στο ηφαίστειο Ταμπόρα στην Ινδονησία το 1815.
Η πρώτη κλασσική χρονολόγηση της έκρηξης βασίστηκε σε συγκριτικές μελέτες της τεχνικής των αγγείων που βρέθηκαν τον προϊστορικό οικισμό του Ακρωτηρίου και σε Αιγυπτιακές πηγές και είχε εκτιμηθεί ότι η έκρηξη του ηφαιστείου είχε συμβεί το 1500 π.Χ.. Επίσης, ο καθηγητής Σπύρος Μαρινάτος, ο οποίος είχε πραγματοποιήσει ανασκαφικές δραστηριότητες τόσο στην Κρήτη, όσο και στην Σαντορίνη, είχε διατυπώσει την άποψη ότι η Μινωική έκρηξη ήταν αυτή που προκάλεσε την καταστροφή του Μινωικού πολιτισμού. Οι απόλυτες χρονολογήσεις, όμως, που έγιναν με βάση τον ραδιενεργό άνθρακα, τη δενδροχρονολόγηση και την παγοχρονολόγηση μετατόπισαν την ημερομηνία 100 με 150 χρόνια παλαιότερα, ενώ η πλέον πρόσφατη χρονολόγηση με ραδιενεργό άνθρακα ενός κλαδιού ελιάς που θάφτηκε από την τέφρα της έκρηξης τοποθετεί την ημερομηνία μεταξύ 1627 και 1600 π.Χ. με πιο πιθανό το διάστημα μεταξύ 1613 με 1614 π.Χ.. Η νέα χρονολόγηση, σύμφωνα με κάποιους αρχαιολόγους, αποδεικνύει την μη σύνδεση της έκρηξης με το τέλος του Μινωικού πολιτισμού, ενώ άλλοι θεωρούν ότι η φυσική καταστροφή ήταν καθοριστικός παράγοντας.
Σε σχέση με την εποχή του χρόνου που έγινε η έκρηξη, θεωρείται ότι ήταν τέλος άνοιξης με πρώτες μέρες του καλοκαιριού, καθώς έχουν ανακαλυφθεί στο στρώμα των υλικών της έκρηξης κόκκοι γύρης από ελιές, κωνοφόρα δέντρα, αμπέλια, δημητριακά και άλλα δέντρα και φυτά.
Εκτός από τα δεδομένα που δίνουν ευρήματα γεωλογικών ερευνών, σημαντικά στοιχεία, τόσο για τα γεγονότα που προηγήθηκαν, όσο και για την ίδια την έκρηξη, δίνουν τα ευρήματα των ανασκαφών στο προϊστορικό οικισμό του Ακρωτηρίου. Το γεγονός ότι στον οικισμό δεν βρέθηκαν καθόλου ανθρώπινοι σκελετοί μαρτυρεί ότι μια σειρά από προειδοποιητικούς σεισμούς εξανάγκασε τους κατοίκους να τον εγκαταλείψουν έγκαιρα.
Πάντως πριν ταφεί ο οικισμός κάτω από την τέφρα της ηφαιστειακής έκρηξης, είχε χτυπηθεί από μεγάλο σεισμό. Κάποιοι κάτοικοι επέστρεψαν αργότερα στον οικισμό για να απεγκλωβίσουν όσους δεν είχαν προλάβει να φύγουν και να συλλέξουν πολύτιμα και προσωπικά αντικείμενα. Άλλα πρόδρομα της ηφαιστειακής εκρήξεως φαινόμενα, όμως, ανάγκασαν τους κατοίκους να ξαναεγκαταλείψουν την πόλη, όπως αποδεικνύει το γεγονός ότι οι εργασίες διάνοιξης των δρόμων δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ, ενώ ένας μεγάλος αριθμός από αγγεία βρέθηκαν πάνω σε σωρούς μπάζων, όπου, προφανώς, είχαν τοποθετηθεί αρχικά για να μεταφερθούν σε πιο ασφαλείς θέσεις. Ο χρόνος μεταξύ του μεγάλου σεισμού και της ηφαιστειακής έκρηξης δεν πρέπει να υπερέβαινε τις λίγες δεκάδες μέρες.
Η εκτίναξη δεκάδων κυβικών χιλιομέτρων μάγματος δημιούργησαν το καλδερικό βύθισμα και τις διόδους μεταξύ Ασπρονησίου – Θηρασίας και Σαντορίνης – Θηρασίας, ενώ η χρονική διάρκεια από τις πρώτες εκρήξεις μέχρι την δημιουργία της καλδέρας υπολογίζεται σε δύο με τρία εικοσιτετράωρα. Αυτό αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι οι κατεστραμμένοι τοίχοι από τον σεισμό που προηγήθηκε της εκρήξεως στον προϊστορικό οικισμό του Ακρωτηρίου δεν παρουσιάζουν σημεία διάβρωσης.
Το ύψος του πίδακα της τέφρας υπολογίζεται από τους ηφαιστειολόγους σε περίπου 35 χιλιόμετρα. Από την έκρηξη προκλήθηκε τσουνάμι που έπληξε τα γειτονικά νησιά, σε ακτίνα 50 με 60 χιλιομέτρων, και τις βόρειες ακτές της Κρήτης. Υπολογίζεται ότι έφτασε στις ακτές της Κρήτης 30 με 45 λεπτά μετά την δημιουργία του και είχε ύψος μεταξύ 15 με 30 μέτρα.[8] Αποθέσεις θηραϊκής γής (ελαφρόπετρα) από την έκρηξη έχουν βρεθεί στην Κρήτη, τη νοτιοδυτική Τουρκία, ακόμα και στο Δέλτα του Νείλου. Η μεταφορά της τέφρας προς την ανατολή μας δείχνει ότι οι άνεμοι έπνεεαν κατά τη διάρκεια της έκρηξης από τα δυτικά. Μετά την έκρηξη και τον ενταφιασμό του προϊστορικού οικισμού ακολούθησε καταρρακτώδης βροχή.[6]
Οι ποσότητες των ηφαιστειακών αερίων που συγκεντρώθηκαν στην ατμόσφαιρα προκάλεσαν πτώση στην μέση ετήσια θερμοκρασία του πλανήτη έως και 3οC για τουλάχιστον τρία χρόνια. Η τέφρα και η ελαφρόπετρα που εκτινάχθηκαν από το ηφαίστειο σκέπασαν τα απομεινάρια της Στρογγύλης, δηλαδή την Σαντορίνη, την Θηρασία και το Ασπρονήσι και η απόθεση αυτή φτάνει σε ορισμένα σημεία των νησιών μέχρι και τα 80 μέτρα.
πηγή
: el.wikipedia.org