●●●Πουλί σε μνήμα κελαηδεί●●●
Μιαν κόρη αργά ταχιά ‘τρεχε στο μνήμα του καλού τζη
που ο Χαρος ο καταλυτής τον είχε κονταρέψει..
Κι ως άναφτε το κάρβουνο να βάλει το λιβάνι
Θωρεί πουλί κι εκάθουντο εις το σταυρόν απάνω,
να κελαηδεί θλιτά θλιτά σκοπό παραπονιάρη
κι η κόρη αφρουκούντονε ετούτο το τραγούδι
που βγαινεν απ’ τα σπλάχνα ντου μέσ’ απ’ τα σώψυχά ντου
κι από ‘να μίλι εφαίνουντο η θλίψη ντου η μεγάλη
και το πρικύ παράπονο που το δερνε σα μπόρα.
Και λέει τση κόρης το πουλί το μαυροφορεμένο:
《Όπως το ταίρι σου πονείς, πονώ για το δικό μου
και δε με βάνει ο ντουνιάς αν είναι κι άλλος τόσος
και δε δειπνώ μα κάθομαι και στένω μοιρολόι
τον πόνο μου να παγουδιώ και το βαρύ καημό μου
κι αμοναχό ‘μαι στσι βροχές μα και στσι λιατσεράδες
και κάθ’ αυγής την ταχινή οντε δροσοσταλάζει.
Και τσ’ άνοιξες που αθίζουνε τα ρόδα στι μπαξέδες
και βγαίνουνε συνταιριστά τση φύσης τα πουλάκια.
Μα γω με το παράπονο τσ’ ορφάνιας φτερουγίζω
γι’ αυτό θωρείς με κι επαδά στου μερακλή το μνήμα
και η λαλιά μου βγαίνει οκνά κι είναι σαφί θλιμένη》
Κι απηλοήθη στο πουλί ντελόγο ετούτ’ η κόρη
κι είπε ντου《τσιφτελίδικο είσαι ωσάν κι εμένα
που ‘χασα την αγάπη μου κι όση χαρά κι αν είχα.
Στο μνήμα μέσα τα βαλα κι εκειά ναι σφαλισμένα
και θα γυρέψω για να βρω πλια μαύρα ‘πό τα μαύρα
να τα φορώ ‘σαμε να ζω να του βαστώ χατήρι》
Και ως ομίλειε του πουλιού η πονεμένη κόρη
δυο δάκρια επέσανε από τα δυο ντου μάθια
κι έκλαιγε αν ήτον και πουλί●●●●
Κουκουμπεδάκη Χαριστή
23/10/2017.