Η Θεοχάρη-Παραμύθι του μέγα παραμυθά της Λούτρας Γιώργη Ν. Καλλέργη

Η Θεοχάρη
Παραμύθι του μέγα παραμυθά της Λούτρας Γιώργη Ν. Καλλέργη – Επιμέλεια Κωστής Ι.Γ. Καλλέργης (ΚΙΓΚ)

Μια φορά κι έναν καιρό σε μια μακρινή πολιτεία ζούσε μια βασιλοπούλα που την έλεγαν Θεοχάρη.
Μοναχοκόρη ήτονε η Θεοχάρη και μεγάλωνε με πολύ αγάπη από τους γονείς της, όμως μιαν ταχινή τους βρίσκει κακή τύχη και αρρωσταίνει η μάνα της.
Παρά τσι καλύτερους γιατρούς που εφώναξεν ο βασιλιάς, δεν κατάφερε να τή συνεφέρει κι απόθανε αφήνοντας μόνους το βασιλιά και τη μικρή Θεοχάρη.
Με τα χρόνια ο βασιλιάς, που υπεραγαπούσε την θυγατέρα του, εγνώρισε μια πολύ όμορφη γυναίκα και την έκαμε βασίλισσα, με την ελπίδα πως θα φροντίζει και θ’ αγαπά καί την μοναχοκόρη του.
Όμως αυτή ήτονε μιαν ύπουλη, εγωίστρια και ματαιόδοξη γυναίκα, που το μόνο που την ένοιαζενε ήτονε τα λούσα κι η ομορφιά τζη.
Κι όσο μεγάλωνε η Θεοχάρη κι εθώριενε πως εγινότανε ένα πολύ όμορφο κορίτσι άρχιξενε να τή ζηλεύγει κιόλας.
Η Θεοχάρη ήτανε μικρό παιδάκι κι υπέφερε πολύ από την ζήλεια της μητριάς της, όμως δεν έλεγε τίποτα στον πατέρα της για να μην τον στεναχωρήσει, γιατί έβλεπε πως την αγαπούσε.
Δυστυχώς, σε μερικά χρόνια πέθανε και ο πατέρας της από ένα ατύχημα στο κυνήγι κι η Θεοχάρη έμεινε ολομόναχη και πεντάρφανη στον κόσμο και, χωρίς την παρουσία και του πατέρα της, άρχιξενε να υποφέρει περισσότερο από την κακή συμπεριφορά της μητριάς της.
Η μητριά της κάθε που είχε πανσέληνο έβγαινε το βράδυ στο μπαλκόνι της κάμαρής της και έλεγε στο φεγγάρι:
«Φεγγάρι μου πανέμορφο και κοσμογυρευτή μου ,στον κόσμο απού γύρεψες είδες καλύτερή μου;»
Και το φεγγάρι απαντούσε: «Άλλη καλύτερή σου, ως σήμερα δεν είδα».
Όσο καιρό λοιπόν η Θεοχάρη ήταν μικρό παιδί, η βασίλισσα έπαιρνε αυτή την απάντηση.
Μια βραδιά όμως, απού ‘χενε μεγαλώσει η κοπελιά, βγαίνει η μητριά της πάλι στην Πανσέληνο και λέει:
«φεγγάρι μου πανέμορφο και κοσμογυρευτή μου στον κόσμο απού γύρεψες είδες καλύτερή μου;»
-Καλή ‘σαι ‘συ, καλή ‘σαι, μα σαν τη Θεοχάρη, στον κόσμο δεν είν’ άλλη!
Ε ! Τότε εμπήκανε χίλια μαχαίρια στην καρδιά τση από την ζήλια τση κι άρχιξενε να γυρεύγει τρόπο να διώξει την βασιλοπούλα από το Παλάτι και από την Πολιτεία ολάκερη.
Άρχιξενε λοιπόν να τηνε κακομεταχειρίζεται, να τση μιλεί άσχημα, να τηνε ντύνει με κουρέλια, να τηνε δέρνει καμιά φορά και να τση κάνει τα χίλια μύρια….
Μα την ομορφιά τζη δεν την έχανε η Θεοχάρη και το φεγγάρι, κάθε πανσέληνο απαντούσε τα ίδια στην ματαιόδοξη βασίλισσα.
«Καλή ‘σαι ‘συ, καλή ‘σαι, μα σαν τη Θεοχάρη, στον κόσμο δεν είν’ άλλη!»
Ώσπου αποφάσισενε να τηνε διώξει από το Κάστρο και για την ακρίβεια, να τηνε ξεκάμει οριστικά.
Φωνάζει λοιπόν έναν υπηρέτη, του δίνει την Θεοχάρη, και τον νε διατάζει να τηνε πάει στο πιό μακρινό κι επικίνδυνο δάσος, κι απόης να τηνε σκοτώσει και να την αφήσει εκειά να τηνε φάνε τ’ αγρίμια, ώστε να μην το μάθει ποτέ κιανείς..
Αυτός εδίσταζενε ! Όμως εφοβούτανε και την Βασίλισσα κι έπρεπε να κάμει ότι του παράγγελνε.
Παίρνει λοιπόν ο υπηρέτης τη Θεοχάρη, με το πρόσχημα πως η βασίλισσα την άφηκενε να κάμει μια βόλτα και κινήσανε για τα δάση.
Απής την έδιωξενε, εβγήκε πάλι στην επόμενη Πανσέληνο η Βασίλισσα και ρώτηξενε πάλι το φεγγάρι:
«φεγγάρι μου πανέμορφο και κοσμογυρευτή μου στον κόσμο απού γύρεψες είδες καλύτερή μου;
Κι αφού στο Βασίλειο δεν υπήρχενε πια η όμορφη Θεοχάρη, επήρενε την απάντηση πού ήθελενε.
– Ε, εδά, εσύ ‘σαι η καλύτερη απου θωρώ….
Τότεσας, ικανοποιήθηκε η Βασίλισσα κι η χαρά τζη ήτονε μεγάλη!
Αλλά ας γυρίσομε να δούμε τι απόγινε με τη Θεοχάρη, η οποία βέβαια εκατάλαβε πως σα πολύ μεγάλη βόλτα εκάμανε, αφού δε γιαείρανε πίσω την ίδια ημέρα!! Όμως φοβούντονε να ρωτήσει και τον υπηρέτη…
Απής εσαλεύανε λοιπόν δυο μέρες, κι αφού εφτάξανε σ’ ένα πυκνό κι άγριο δάσος, σ’ ένα μακρινό βουνό, γυρίζει τότεσας ο υπηρέτης και τη ρωτά:
-Κατέχεις εδά πού ‘μαστονε και να γιαείρεις οπίσω;
Κι απαντά η Θεοχάρη σαστισμένη:
-Δεν κατέχω μουδέ πού ‘μαστονε, μουδέ πίσω να γιαείρω.
-Καλλιά να μην κατέχεις! Γιατί εδά θα σ’ αφήσω επαδά.
-Γιάειντα με παρατάς επαέ; Ερώτηξενε τρομαγμένη η Θεοχάρη.
-Γιατί η μητριγιά σου δε σε θέλει! Σου ζηλεύγει πού ‘σαι νέα κι όμορφη και μ’ έβαλε να σε ξορίσω, να σε θανατώσω και να σ’ αφήσω να σε φάνε τ’ αγρίμια για να μη μάθει ποτές κιανείς πράμα.
Μα ‘μένα δε μου κάνει καρδιά να σε σκοτώσω, μόνο σ’ άφήνω στο έλεος του Θεού.
Τούτα να πενε ο υπηρέτης και κίνησε με βαρειά καρδιά πίσω για το Παλάτι, αφήνοντας τη Θεοχάρη Θεομόναχη….
Άρχιξενε να σαλεύει η Θεοχάρη πάνω κάτω στο βουνό, μέσα στο πυκνό δάσος, γυρεύοντας νά βρει κάνα καταφύγιο για τη νύχτα, να μην τηνε φάνε τ’ αγρίμια και να ζεσταθεί λιγάκι.
Εκειά που πορπάθιενε θωρεί ένα σπήλιο και μπαίνει μέσα.
Μα σαν εμπήκε κι εσάλεψε μέσα-μέσα, είδενε πως ήτονε τόσο μεγάλο όσο δε μπορούσε να φανταστεί ανθρώπου νους και πως έμοιαζε σαν ένα τεράστιο σπίτι, που μάλλον έμεναν πολλοί αθρώποι. Ετσά υπέθεσε.
Γιατί είχενε σαράντα κρεβάθια, μα όχι σαν κεινανά που κείτονταν αθρώποι, μα πλιο μεγάλα! Σαράντα καζάνια με φαγητό, που το καθένα έφτανε να ταΐσει πολλούς πεινασμένους κι ένα πολλά μακρύ πέτρινο τραπέζι, αλλά και δωμάτια πέρα – δώθε, κι αποθήκη με καλούδια…
Τά ‘χασενε η Θεοχάρη στην αρχή, παρατήρησε όμως πως τα κρεβάθια ήταν άστρωτα, το τραπέζι δεν ήτονε μαζεμένο και το πάτωμα βρώμικο κι αρχίνηξε χωρίς να το πολυσκεφτεί, να διαρμίζεται το σπηλιάρι.
Έστρωσε τα κρεβάθια, μάζεψε το τραπέζι, έκανε τη λάντζα, εσκούπισε, κι απόκειας έστρωσε το τραπέζι όμορφα κι έκατσε να γευματίσει.
Μόλις πού ‘χενε τελειώσει το φαγητό τζη, όταν άκουσε βαρειά βήματα και βρούχος στην είσοδο του σπήλιου κι έτρεξε να χωστεί σε μια γωνιά να μην τηνε βρουν εκειά.
Σε μια ουλιά, φθάσανε οι νοικοκυραίοι του σπήλιου κι ήντα να δει η Θεοχάρη. …Ετούτοινε δεν ήτονε αθρώποι μα δράκοι!
Ούτε ένας, ούτε δυο, μα σαράντα ολάκεροι δράκοι!
Μόλις εμπήκανε μέσα σαστήσανε πώς ήτονε καταστεμένη και ολοκάθαρη η σπηλιά ντονε.
Κι αρχίξανε να λένε:
-Μωρέ ποιος μας εκατάστεσε ετσά όμορφα το σπηλιάρι μας;
-Κι έστρωσε καί τα κρεβάθια μας κι έκαμε τη λάντζα μας κι έχει και στρωμένο το τραπέζι να φάμε;
-Να θελα τονε βρούμενε να τον ευχαριστήσουμε και τονε πούμε ανε θέλει να τονε κρατήξουμενε επαέ να τονε κάμουμε αδερφό μας!
Και τότεσας λέει ο ένας, απού επαρατήρανε γύρω γύρω από την ώρα που μπήκανε μέσα:
-Μωρέ βασιλικό αίμα μυρίζει επαέ μέσα.
Ετότεσας βγαίνει η Θεοχάρη από την κρυψώνα τζη κι εμφανίζεται μπροστά τονε και τονε λέει:
-Εγώ εκατάστεσα!
-Και ποια ‘σαι εσύ και πώς εβρέθηκες επαέ;
-Θεοχάρη με λένε κι είμαι βασιλοπούλα από ένα μακρινό βασίλειο που με ξορίσανε επαέ…. Κι αρχίνηξε να λέει την ιστορία τζη στσι δράκους , που την ακούγανε με υπομονή.
Στο τέλος λοιπόν τση λέει ένας από αυτούς:
-Θέλεις να μείνεις μαζί μας να σ’ έχομε σαν αδερφή μας;
-Ευχαρίστως! Να κάτσω θέλει! Απάντησε η μικρή Θεοχάρη.
Κι από τότεσας, ζούσανε όλοι μαζί σαν αδέρφια, κι η Θεοχάρη περνούσε πολύ όμορφα με τους δράκους, που τη φρόντιζαν και την αγαπούσαν και την έκαναν να ξεχνάει όλα τα δύσκολα που είχε περάσει με την άκαρδη μητρηγιά τζη.
Μιάν αργαδινή, βγαίνει πάλι η μητρηγιά στην Πανσέληνο και πιάνει πάλι την κουβέντα στο φεγγάρι:
«Φεγγάρι μου! φεγγάρι μου και κοσμογυρευτή μου , στον κόσμο απού γύρεψες είδες καλύτερή μου;
Μα εκείνη τη βραδιά, που βεγγέριζε η Θεοχάρη με τα αδέρφια τζη έξω από το σπήλιο, το φεγγάρι τσ’ απαντά:
-Καλή ‘σαι ‘συ, καλή ‘σαι, μα σαν τη Θεοχάρη, στον κόσμο δεν είν’ άλλη!
Έχασέ τα η βασίλισσα και λέει στο φεγγάρι:
-Μα αυτή απόθανε!
Και το φεγγάρι απαντά:
-Η Θεοχάρη ζει και βασιλεύγει κι έχει σαράντα αδερφούς να τηνε προστατεύουν.
Εκιτρίνισε η μητρηγιά τζη από το κακό και την ζήλια τζη και τρέχει να βρει μια Μάγισσα να τση πει πού βρίχνεται η Θεοχάρη κι ήντα μάγια να τση κάμει για να τηνε σκοτώσει.
Σαν έκαμε η Μάγισσα τα μαγικά τζη, τση ‘πενε που εβριχνότανε η Θεοχάρη κι ότι τηνε επροστάτευαν σαράντα δράκοι και τηνε συμβούλεψε να πάει πρωινή ώρα απού θα λείπουνε, για να μη τσ’ ορμήξουνε και τηνε κατασπαράξουνε, και να μη μπει μέσα στο σπήλιο, μόνο να κάμει τη Θεοχάρη να βγεί όξω, για να πιάσουνε τα μάγια.
Απόης έπιασε και μάγεψε μια γυναικεία χτένα και σαράντα τσατσάρες και τσι ‘δωκε στην κακιά Βασίλισσα, η οποία, αφού μασκαρεύθηκε να μοιάζει σαν γυρολόγος, κίνησε ντελόγο για το σπηλιάρι που τσι ‘πενε η Μάγισσα.
Όντεν έφτασε, αρχίνιξενε να φωνιάζει και να διαλαλεί την πραμάθεια τζη, καί τσι μαγεμένες χτένες απού ‘χενε:
«Άλλος για χτένες, άλλος για τσατσάρες, φτηνές κι ομορφοφτιαγμένες!!»
Άκουσε η Θεοχάρη τον πραματευτή κι εσκέφτηκε πως είχενε πολύ καιρό να χτενίσει τα μαλλιά τζη με χτένα κανονική και πόρισεν όξω.
-Πόσο έχεις τσι χτένες; Ρωτάει τη βασίλισσα, που είχενε μασκαρευτεί τόσο καλά που την επερνούσενε κιανείς για πραματευτή κιόλας!
-Όσο – όσο τσι δίνω κοπελιά μου, να ξεπουλήσω να γιαείρω στον τόπο μου..
Δεν κατέχω να σασε πω πόσο τελικά τσι πούλησε, μα κατέχω πως η Θεοχάρη επήρενε και τη χτένα και τσι σαράντα τσατσάρες απού ‘τονε όλες μαγεμένες.
Αφού λοιπόν έκαμε τσι δουλειές τσι, έπιασε κι έβαλε από μια τσατσάρα στο κρεβάτι κάθε αδερφού τζη, κι απόης επήγε κι ελούστηκενε κι έκατσε στο κρεβάτι τζη να φτιάξει τα μαλλά τζη.
Μόλις όμως έβαλε στα μαλλιά τζη τη μαγική χτένα, έπεσε ξερή σαν αποθαμένη!
Αργότερα, αφού εγιάειραν οι δράκοι από τσι δουλειές τονε, δε θωρούνε τη Θεοχάρη κι αρχίζουνε να τσι φωνάζουνε, μα απάντηση δεν επαίρνανε.. Μόλις εμπήκανε στην κάμαρή της ήντα να δούνε!
Τη Θεοχάρη να κοίτεται αποθαμένη !!
Αρχίξανε τότεσας να κλαίνε και να μοιρολογούνται για την αγαπημένη τους αδερφή και να ρωτά ο ένας τον άλλονε πώς τους βρήκε τέτοια συμφορά..
Όταν όμως πλησίασε ο μικρότερος αδερφός τζη να τηνε φιλήσει κι όπως τσι χάιδενε τα μαλλιά, θωρρεί τη χτένα κι είπενε να τηνε βγάλει να μη τζη πληγώνει το κεφάλι όπως ήτονε ξαπλωμένη.
Κι ως ετράβηξενε τη χτένα από τα μαλλιά τση Θεοχάρης, αμέσως εσυνέφερε αυτή κι εσηκώθηκε κι αρχίνηξαν όλοι να κλαίνε από τη χαρά τους.
-Ώφου αδέρφια μου, εβαροκοιμήθηκα λιγάκι..
Ήντα πάθατε εσείς και χαίρεστε τόσο;
Είδατε τα δώρα που σας επήρα ; Και των έδειξε τσι τσατσάρες…
– Πού τα βρήκες τούτανά αδερφή μας;
Ερώτηξενε ο μεγαλύτερος δράκος.
– Μια γραί γυρολόγα επέρασε από παέ κι εσκέφτηκα να σας σε πάρω ένα δώρο και να πάρω και μια χτένα για μένα, απ’ ούχα πολύν καιρό να χτενίσω τα μαλλιά μου.
– Άκου Θεοχάρη, (τση πενε τότες ο αδερφός τση) όταν θες πράμα θα μας το λες να στο φέρνομε εμείς και να μην ξαναπάρεις πράμα από κιανένα, γιατί μπορεί να θέλει κιανείς να σου κάμει πράμα κακό απού δε θα σάζει.
Κι αφού τση εξήγησαν ήντα ‘χενε γίνει, επήρανε τσι τσατσάρες και τη χτένα, ανάψανε φωθιά και τσι κάψανε.
Στην επόμενη Πανσέληνο, βγαίνει πάλι η μητρηγιά τση Θεοχάρης και – σίγουρη πως θα πάρει την απάντηση που προσδοκά – ρωτά το φεγγάρι:
« Φεγγάρι μου – φεγγάρι μου και κοσμογυρευτή μου στον κόσμο απού γύρεψες είδες καλύτερή μου;
Και το φεγγάρι τσ’ απαντά:
-Καλή ‘σαι ‘συ, καλή ‘σαι, μα σαν τη Θεοχάρη, στον κόσμο δεν είν’ άλλη!
Έχασέν τα πάλι η βασίλισσα και λέει στο φεγγάρι:
-Μα αυτή απόθανε!
Και το φεγγάρι απαντά:
-Η Θεοχάρη ζει και βασιλεύγει κι έχει σαράντα αδερφούς, πού την ανέστησαν και την προστατεύουν!
Άλλαξε μύρια χρώματα πάλι η βασίλισσα και την επαύριο εκίνησε πάλι να βρεί τη Μάγισσα να τση βρει άλλα μαγικά για να ξεκάμει τη Θεοχάρη!
Εσκεφθήκανε τοτεσάς να τηνε κάμουνε να φάει πράμα μαγεμένο, απού να μη μπορούνε να τηνε γλυτώσουνε οι δράκοι.
«Σύρε να μου φέρε μου σταφύλια από την κληματαριά του παλαθιού, πού ‘ναι τραγανά και νόστιμα και σίγουρα θα τά’χει πεθυμησμένα και θα τα φάει η Θεοχάρη αμέσως» είπε η Μάγισσα στην Βασίλισσα και σαν τση τά’ φερε έκαμε τα μάγια κι έδωσέ τζη το καλάθι να πάει να βρεί την έρμη τη Θεοχάρη.
Σαν έφτασε πάλι έξω από το σπήλιο των δρακόντων, μασκαρεμένη σε γριά αγρότισσα, άρχιξε να φωνάζει και να διαλαλεί την πραμάτεια τζη.
-Γλυκά γλυκά σταφύλια, δροσερά και τραγανά!!
Άκουσε η Θεοχάρη και θυμήθηκε τα σταφύλια που τρώγανε στο παλάτι τους και βγήκε να βρει τη γριά. Κι ήταν τόσο λαχταριστά και μυρωδάτα, απού επήρενε όλο το καλάθι, να φάνε και τ’ αδέρφια τζη να γλυκαθούνε.
Αφού έστρωσε το τραπέζι κι έβαλε σε κάθε πιάτο μπροστά από ένα τζαμπί, έκατσε και περίμενε να γυρίσουνε οι δράκοι να τονε πει τα νέα. Ελιγοψύχισε όμως αυτή κι είπε να δοκιμάσει τα σταφύλια ωσότου να έρθουν.
Τι το ‘θελε όμως!
Μόλις έβαλε στο στόμα τζη την πρώτη ρόγα, αμέσως έπεσε αναίσθητη. Μάλιστα δεν επρόκαμε να καταπιεί μόνο έκατσε στον λαιμό της η ρόγα του σταφυλιού.
Σε λίγη ώρα έφτασαν οι δράκοι και τη βρίσκουνε πάλι να κοίτεται αναίσθητη. Αναρωτιότανε ήντα να είχε γίνει πάλι , αλλά δε μπορούσαν να βρούνε απάντηση, ωσότου ο ένας τονε, απού ‘τανε γιατροπορευτής, είδενε τα σταφύλια κι εκατάλαβε ήντα ‘χενε γίνει.
Επολέμησενε αυτός να συνεφέρει τη Θεοχάρη από το κώμα πού ‘χενε πέσει, μα κανένα γιατροφόσι του δεν έπιανε και δε μπορούσανε να λύσουνε τα μάγια.
Αφού είδανε κι απόειδανε πως δεν συνεφέρνει η Θεοχάρη, αποφάσισανε και φτιάξανε ένα ολόχρυσο κρεβάτι, το έβαλαν μέσα σ’ ένα διάφανο γυάλινο κουτί, και το πήγανε σ’ ένα μετόχι, απού λουζότανε από τσι πρώτες αχτίδες του ήλιου την άνοιξη κι ήτονε δίπλα στη βρύση απου πηγαίνανε και πλενόντουσαν οι δράκοι.
Έτσι επηγαίνανε κάθε μέρα και την εβλέπανε και τσ’ αφήνανε ένα μπουκέτο αγριολούλουδα απού τ’ αγαπούσενε πολύ η Θεοχάρη κι απόης επηγαίνανε στη δουλειά ντονε.
Κι έτσι περνούσε ο καιρός κι ήρθαν αρκετές Πανσέληνοι κι εφύγανε με τη ματαιόδοξη βασίλισσα ν’ αναρωτά κάθε φορά:
«Φεγγάρι μου -φεγγάρι μου και κοσμογυρευτή μου στον κόσμο απού γύρεψες είδες καλύτερή μου;
Και το φεγγάρι ν’απαντά: «Άλλη καλύτερή σου, ως σήμερα δεν είδα».
Μιά μέρα του Μαγιού με λιακάδα, έφτασε στην περιοχή ένα βασιλόπουλο από ένα κοντινό βασίλειο, απού ‘χενε βγει για κυνήγι, όταν επαρατήρησε κάτι να τονε νταλώνει σ’ ένα σημείο του βουνού.
Ήτονε οι αχτίνες του Ηλιου που εχτυπούσανε στο γυάλινο κουτί και το χρυσό κρεβάτι της Θεοχάρης, μα εκείνος δεν το ήξερε βέβαια.
Αποφάσισε λοιπόν να κινήσει για κειονά το σημείο με τσ’ ακόλουθους απούχενε μαζί ντου, να δούνε ήντα τονε το παράξενο φως αυτό κι έτσι εφτάξανε στη βρύση…..
Είδανε το μετόχι να λούζεται στο φώς κι ως να μπει μέσα το βασιλόπουλο και να δει τη Θεοχάρη να κοίτεται στ’ ολόχρυσο κρεβάτι, τά ‘χασε κι απέμεινε να τηνε κοιτάζει σαστισμένος.
Τότες έφτασαν και οι δράκοι, απού αφού εσυστηθήκανε στο βασιλόπουλο, του είπανε την ιστορία για το ποια ήταν η κοπελιά και πώς έφταξε να κοίτεται νεκρή στο χρυσό κρεβάτι.
Τότεσας των είπενε το βασιλόπουλο:
-Συμμερίζομαι τον πόνο σας και την αγάπη απου τση ‘χετε, μά ‘ναι κρίμα να την έχετε επαέ ετσά και να μη μπορεί κιανείς να κάνει πράμα.
Αν θέλετε, να μου τη δώσετε να τηνε πάρω στο παλάτι μου, να φωνάξω τους καλύτερους γιατρούς των Βασιλείων απου κατέχω, να δούνε ήντα μπορούνε να κάνουνε. Κι αν δε μπορεί να γίνει πράμα, θα τηνε ξαναγιαείρω επαέ να την έχετε κοντά σας.
Συμφώνησαν οι δράκοι, αφού δεν μπορούσανε πράμα άλλο να κάνουνε αυτοί κι έδωσαν την άδειά τους να πάρει το βασιλόπουλο τη Θεοχάρη. Κι αφού εφόρτωσαν το γυάλινο κουτί όπως ήτονε με το χρυσό κρεβάτι σ’ ένα κάρο, εκίνησαν για το Παλάτι.
Ο δρόμος όμως ήτονε κακομπάντηδος και σε μια στροφή κοντά στο παλάτι, αναπήδησε η ρόδα του κάρου κι έπεσε τό κουτί από πάνω κι αναποδογύρισε στο χώμα.
Τότεσας, με το τράνταγμα έφυγε η ρόγα του σταφυλιού απού ‘χενε κάτσει στο λαιμό τση Θεοχάρης κι εξύπνησε αμέσως!
Αφού τσ’ εξήγησενε το βασιλόπουλο ήντα ‘χενε γίνει, επήγανε στο Παλάτι του, είπενε στσι δικούς του ολάκερη την ιστορία κι έστειλε να ειδοποιήσουνε τ’ αδέρφια τζη τσι δράκους, απού κατέβηκαν αμέσως να τηνε δούνε και γέμισαν με δώρα και χρυσάφι το βασιλόπουλο!
Κι αφού γίνηκαν όλα τούτα, το βασιλόπουλο επαντρεύτηκε τη βασιλοπούλα κι εζούσανε ευτυχισμένοι στο παλάτι.
Και σε λίγο καιρό έμεινε έγκυος η Θεοχάρη και πετούσανε από τη χαρά ντονε ούλοι στο παλάτι.
Όμως ο Βασιλιάς του γειτονικού Βασιλείου, εκήρυξε πόλεμο στο δικό τους Βασίλειο και το Βασιλόπουλο έπρεπε να πάει να πολεμήσει, αφήνοντας τη Βασιλοπούλα στο Παλάτι.
Μια μέρα όμως πριν φύγει, άκουσε μια γυναίκα να φωνάζει έξω από το Παλάτι:
-Άλλος για τη βασιλική μαμή, η καλύτερη μαμή από την Παφίλη!
Σαν άκουσε το βασιλόπουλο, έτρεξε στη μάνα του και τση ‘πενε, να πάρουνε τη μαμή στο παλάτι ωσότου να γεννήσει η Θεοχάρη, απού θα ‘τονε πλια ήσυχος κι αυτός απού θα ‘λειπε στον πόλεμο και δεν εγάτεχε πότες θα γιάερνε.
Συμφώνησε λοιπόν κι η βασίλισσα κι η Θεοχάρη και κάλεσαν τη μαμή στο παλάτι.
-Κυρά Μαμή, η γυναίκα μου η Θεοχάρη είναι έγκυος, μα αργεί ακόμη να γεννήσει κι εγώ πρέπει να φύγω να υπερασπιστώ το βασίλειό μας που απειλείται. Μπορείς να μείνεις ωσότου να γεννήσει να τηνε βοηθήσεις κι εγώ θα σ’ ανταμοίψω γενναιόδωρα.
-Μπορώ βασιλιά μου, απάντησε η Μαμή, θωρώ πως θέλει ακόμα 2-3 μήνες να γεννήσει και κατά που θωρώ και την κοιλιά της, αρσενικό βαστά!
-Ανε βγει αρσενικό κυρά Μαμή, θα σε γεμίσω δώρα!
Κι αφού τά ‘πανε και τα συμφωνήσανε, κίνησε για τον πόλεμο το βασιλόπουλο κι η κυρά Μαμή εγκαταστάθηκε στο παλάτι.
Δε σας είπα όμως πως η κυρά Μαμή, δεν ήτονε μαμή μα μια πονηρή Μάγισσα, απού – όπως φαντάζεστε – την είχενε βρει και χρυσοπληρώσει η μητρηγιά τση Θεοχάρης να τηνε βρει και να τηνε ξεκάμει, αφού τσή ‘χενε πάλι απαντήσει το φεγγάρι αυτά απού δεν ήθελε ν’ ακούσει:
«φεγγάρι μου- φεγγάρι μου και κοσμογυρευτή μου στον κόσμο απού γύρεψες είδες καλύτερή μου;
-Καλή ‘σαι ‘συ, καλή ‘σαι, μα σάν τη Θεοχάρη, στόν κόσμο δεν είν’ άλλη!
-Μα δε μπορεί! Αυτή απόθανε!
Και το φεγγάρι απαντά:
-Η Θεοχάρη ζεί και βασιλεύγει, σε μακρινό βασίλειο βασίλισσα εγίνηκε κι είναι κι έξι μηνώ γκαστρωμένη σε αρσενικό κοπέλι!
Κι όπως καταλαβαίνετε, αυτή ‘χενε βρει τη Μάγισσα απού ‘κανενε τάχα τη μαμή και τση δωκε πολλά χρυσάφια για να ξεκάμει επιτέλους τη Θεοχάρη!
Κι ήρθενε επιτέλους ο καιρός κι η ώρα και γέννησε η Θεοχάρη ένα όμορφο αγοράκι!
Κι ήτονε τόση η χαρά τση Θεοχάρης, μα δεν επρόλαβενε να το βυζάξει καν, αφού μόλις το φαλόκοψε η Μάγισσα- Μαμή, χτύπησε με την παλάμη της την πλάτη τση βασιλοπούλας κι αμέσως εμεταμορφώθηκε σε πέρδικα κι επέταξενε από το δωμάτιο!
Στη μάνα του Βασιλιά είπενε η μαμή, πως η Θεοχάρη δεν ήθελε το κοπέλι κι έφυγε μακριά απής εγέννησε.
Η βασίλισσα δεν μπορούσε να καταλάβει μα η Μάγισσα- Μαμή τηνε παραπλάνησε και τση ‘πενε να βρούνε ένα τρόπο να τα μπαλώσουνε γιατί σαν γυρίσει το Βασιλόπουλο και δε βρεί τη Θεοχάρη θα τσισφαζενε και τσι δυό….
-Κι ήντα θα κάμομενε; Αναρωτήθηκε η γριά βασίλισσα.
-Θα κάμω εγώ πως είμαι η βασιλοπούλα και μετά βλέπουμε ήντα θα γενεί, τση ‘πενε η Μάγισσα.
Κι έπιασε η Μάγισσα και ντύθηκε τα ρούχα τσι βασιλοπούλας κι έθεκε στο κρεβάτι κι έκανενε τη λεχώνα.
Σε λίγες μέρες, το Βασιλόπουλο που τού ‘στειλαν τα μαντάτα για τη γέννηση του γιου του, ήρθενε στο παλάτι να δει το κοπέλι και τη Θεοχάρη.
Πρώτα σιμώνει στην κούνια και θωρεί το νιογέννητο.
-Μάνα, πού ‘ναι η Μαμή να τση δώσω τα δώρα που τση ‘ταξα;
-Έφυγε κοπέλι μου, γιατί εβαρέθηκενε τόσο καιρό. Κι απής εγέννησε η Θεοχάρη, επήρε την αμοιβή τση κι έφυγενε.
Απόης πηγαίνει στο κρεβάτι τση Θεοχάρης, μα τα χασε αφού δεν τηνε γνώρισε από την ασχήμια απού ‘χενε!
-Ψυχή μου, ήντα ‘ναι τα χάλια σου κι ασχήμια σου;
-Ταλαιπωρήθηκα βασιλιά μου από τη γέννα και φαίνομαί σου άσχημη, μα μην ανησυχείς μα θα ξαναβρω την ομορφιά μου σιγά – σιγά, μα όχι όπως πρώτα, αφού το κοπέλι επήρε τη μισή!
Όσο περνούσε ο καιρός, έβλεπε ο Βασιλιάς πως δεν του μοιαζε με τη βασιλοπούλα του, μα ήντα θελα κάμει, εσκέφτουντο κι αυτός πως ήτονε από την ταλαιπώρια απού επήρενε στη γέννα…..
Ωστόσο, το παλάτι είχενε ένα μεγάλο όμορφο περβόλι με πολλά οπωροφόρα δέντρα , κι είχενε ο βασιλιάς ένα κηπουρό μόνο για τουτονά το περβόλι.
Απ’ όντας γέννησε όμως η βασιλοπούλα, κάθε πρωί ήρχουντο μια πέρδικα κι εκάθουντο στό πλιά ψηλό δέντρο κι έκλαιγε κι έλεγε:
«Περβολάρη – περβολάρη, κλαίει το παιδάκι μου, τρέχει το βυζάκι μου,
κι α δεν το πεις του βασιλιά, να μαραθούν τα δέντρα».
Μια, δυο, τρεις, αρχίξανε τα δέντρα κι εξερένουντο.
Εκάλεσε τότεσας το βασιλόπουλο τον περβολάρη και τονε ρώτηξε:
-Γιάντα περβολάρη εκαταντήσανε ετσά τα δεντρά, ήντα πάθανε, δεν τα φροντίζεις;
-Βασιλιά μου, το ίδιο τα περιποιούμαι και δεν κατέχω ήντα πάθανε.
Το μόνο που κατέχω είναι πως έρχεται κάθε πρωί μια πέρδικα και κάθεται στο πλιά ψηλό δεντρό και κλαίει και λέει:
«Περβολάρη – περβολάρη, κλαίει το παιδάκι μου, τρέχει το βυζάκι μου,
κι αν δεν το πεις του Βασιλιά, να μαραθούν τα δέντρα».
Το βασιλόπουλο δεν εκατάλαβε πράμα, μα ως τ’άκουσε η ψευτοβασίλισσα (η Μάγισσα δηλαδή), εκατάλαβε πως η πέρδικα (απού ‘τονε η Θεοχάρη) επροσπάθεινε να ειδοποιήσει το βασιλιά και κάλεσε αμέσως τον περβολάρη και τονε διέταξε:
-Όπως όπως αύριο απου θα’ρθει, να σκοτώσεις την πέρδικα και να τηνε φέρεις να τηνε ψήσουνε και να μου τη δώσουνε μονάχα εμένα να τή φάω!
Έτσι κι έγινε. Κι αφού η ψευτοβασίλισσα έφαγε την πέρδικα, πηγαίνει αμοναχή τζη στο περβόλι, σκάβει ένα λακούδι και χώνει μέσα τα κοκκαλάκια του πουλιού.
Μα ευθύς την άλλη μέρα, είχενε φυτρώξει μια νερατζέ, απού ‘τονε γεμάτη ανθούς κι εμοσχμύρισενε το περβόλι και το παλάτι ολάκερο.
Μαγεύτηκε από τη μυρωδιά το βασιλόπουλο και λέει τση ψευτοβασιλοπούλας:
-Σύρε μπρε να πάρεις το κοπέλι να κατέβομενε στο περβόλι να δούμε τ’ όμορφο δεντρό απού εμονοφύτρωσε στο περβόλι μας:
Και σαν κατέβηκαν, σιμώνει το βασιλόπουλο με το κοπέλι αγκαλιά κι αρχίξανε οι νερατζανθοί να πέφτουνε και να τσι λούζουνε και μοσχομύριζεν ο τόπος!
Σιμώνει κι η ψευτοβασιλοπούλα κι αρχινούνε τα κλαδιά να κουνούνε σαν πως είχενε δυνατό αέρα και να τσι χτυπούνε στο πρόσωπο να τηνε στραβώσουνε!
Εψιλιάστηκενε πάλι η Μάισσα και την άλλη μέρα διέταξε τον περβολάρη να ξεριζώσει τη νερατζέ, να τηνε κόψει και να μη δώσει κιανενός ούτε ξεδαυλιστήρι του λύχνου, απού λέει ο λόγος..
Κόβει λοιπόν την άλλη μέρα ο περβολάρης τη νερατζέ, κι έκεια απού την έσκιζενε, περνά μια γραί πολύ φτωχιά και σταματά και του λέει:
-Δώσε μου αντράκι μου, να σε ξεμιστεύγει ο Θεός, δυο σκίζες να τσι κάψω να ζεσταθώ απού δεν έχω η κακομοίρα κιανένα ξύλο.
-Κακομοίρα γραι, δεν έχω ήντα να σου κάμω γιατί μού χει πωμένο η βασιλοπούλα να μη δώσω κιανενός ούτε μια σκίζα.
-Ώφου κοπέλι μου, ήντα να με δει θέλει;
Εγώ θα τηνε κρύψω κάτω από την ποδιά μου και δε θα πω κιανενός πράμμα!
Ελυπήθηκέ ντηνε ο περβολάρης κι έδωκέ τζη δυο-τρεις σκίζες.
Τσι βαλε η γραι κάτω από την ποδιά τζη και κίνησε για το καλυβάκι τζη.
Πιάνει τότε σας η γραί κι ανάβει το τζάκι να ζεσταθεί απού ‘χενε παγώσει η κακομοίρα, πετά τη σκίζα στη φωθιά κι έκατσε να πυρωθεί.
Ανοίγει τά πόδια τζη η γραί στή φωθιά κι εφάνηκε ν η βράκα τζη κι ακούει μιά φωνή….

Όφου θειαδάκι χώστο γιατί χω κι εγώ και ντρέπομαι.

Ομορφοκάθεται η γραί νά μη φαίνεται η βράκα τζη
Μα τότεσας ακούει πάλι μια φωνή:
-Ώφου ΄ώφου και κεντώ! Βγάλε με να μην καώ, κάρβουνο να μη γενώ!
Τά ‘χασε η γραι μα παίρνει αμέσως τη σκίζα από τη φωθιά και τηνε πετά στη μέση του σπιθιού τζη. …
Αμέσως πετιέται από μέσα μια κοπελιά απού λαμπε σαν τον Ηλιο!
Δεν ήτονε άλλη από τη Θεοχάρη κι η γραί τηνε γνώρισε ντελόγο:
-Βασίλισσά μου, πως εβρέθηκες επαέ;
-Σώπα γραί, μη φωνάζεις! Μή πεις τίποτα σε κιανένα κι εγώ θα σε κάμω πλούσια!
Κι έκατσε και τση πενε την ιστορία τζη κι έμεινε με τη γραι, απου δεν έμπαινε κιανείς στο σπίτι τζη κι ήτονε ασφαλής εκειά μέσα.
Εκατέστρωσενε λοιπόν ένα σχέδιο για να αποκαλύψει τη Μάγισσα με τη βοήθεια τση γραις.
Η Θεοχάρη εκάτεχενε πότες εζυμώνανε στο Παλάτι κι είπενε τση γραις:
-Άμε να ζητήξεις το Βασιλόπουλο, να του πεις να σου δώσει δυο – τρεις οκάδες αλεύρι, απού σου χρειάζεται να ζυμώσεις λίγο ψωμί να φάς και να το φέρεις επαέ.
Επήγενε η γραί στο παλάτι κι είπενε στο Βασιλόπουλο:
-Βασιλιά μου, πολλά φτωχή ‘μαι και δεν έχω ούτε να φάω!
Νά χα μου δώσεις δυο – τρεις οκάδες αλεύρι να κάμω κανένα ψωμάκι, απού μα το Θεό θα ξεχάσω να ζυμώνω τοσονα καιρό απού ‘χω να πάρω αλεύρι.
Το Βασιλόπουλο, λυπήθηκε τη γραι και τσι ‘δωκε το αλεύρι.
Αυτή το πήγενε αμέσως στη βασιλοπούλα, που ‘πιασε και το ζύμωσε πιτήδεια ίδια όπως ήξερενε και το ‘δωκε στη γραι να το πάει στο φούρνο, αφού τση παράγγειλε:
-Πάρε γραι το ψωμί να το πάς στο φούρνο, να κάτσεις όμως εκεί ωσότου ψηθεί, μη φύγεις και στο αλλάξουνε.
Κι όταν θα το δει το βασιλόπουλο, θα το ρεχτεί και θα σου πει να του το δώσεις και να σου δώσει αυτός δυό δικά τους για αντάλλαγμα.
Εσύ δε θα δεχτείς παρά μόνο αν σου ορκιστεί πως θα το φάει αυτός ούλο και δε θα δώσει αθρώπου γεννημένου άλλου μπουκιά.
Έτσι κι έγινε, όπως τα μελέτησε η Θεοχάρη.
Σαν εξεφούρνησε το ψωμί τση γραις ο φούρναρης, το ‘δενε το βασιλόπουλο που ήτονε εκειά και λέει στη γραι:
-θειά, να σου δώσω δυο δικά μου ψωμάκια να μου δώσεις το δικό σου απού φαίνεται ομορφοζυμωμένο;
-Όφου βασιλιά μου, απού ‘μαι γραι κι έκαμα πολύ κόπο να το ζυμώσω κι επερίμενα πώς και πώς να το φάω !!
Μα να στο δώσω θέλει μόνο ανε μου ορκιστείς πως θα το φάς αμοναχός σου, χωρίς να δώσες κιανενός μπουκιά!
-Αμνόγω σου πώς αμοναχός θα το φάω και δε δίνω αθρώπου μπουκιά! Είπενε ο βασιλιάς κι έδωκέ ντου η γραί το ψωμί κι έφυγε.
Σαν επήγε στο παλάτι και στην κάμαρή του ο βασιλιάς, πιάνει να κόψει το ψωμί μα το μαχαίρι ντου έβριχνε αντίσταση στη μέση του ψωμιού. Πιάνει τότεσας και το μοιράζει με τα χέρια ντου κι ήντα να δει! Στη μέση του ψωμιού ήτονε ένα δαχτυλίδι με διαμάντια και μπριλάντια, απού το ‘χενε κάμε δώρο στη Θεοχάρη στ’ αρραβωνιάσματα ντονε.
Αμέσως πηγαίνει στην κάμαρη τση ψευτοβασιλοπούλας και τση λέει:
-Γιάειντα γυναίκα μου δε φοράς το δαχτυλίδι απού σού ‘χα δωρίσει στ’ αρραβώνες μας;
-Όφου βασιλιά μου, μα εξέχασα να σου πω πως μια μέρα απού σίμωσα στόν ποταμό να δω τα ψάρια, μού ‘πεσε από το δάχτυλο κι επήρε ντο το νερό και δεν το ξανάβρηκα.
Δεν είπενε πράμα το βασιλόπουλο, απού εψιλιάστηκενε πως κάτι συνέβαινε μα ήθελε να ιδεί ήντα θ’ ανακαλύψει ακόμα, κι εφύλαξενε το δαχτυλίδι στην κάμαρή του.
Την άλλη μέρα λέει η Θεοχάρη στην καλή τη γραί:
-Άμε να πεις στο βασιλόπουλο, να σου δώσει την τσατσάρα του να χτενιστείς, απού δεν έχεις δικιά σου.
Πάει λοιπόν πάλι η γραί στο Βασιλόπουλο και λέει ντου:
-Να ‘χα θες βασιλιά μου να μου δωσεις την τσατσάρα σου να χτενιστώ, απού δεν έχω χτένι η κακομοίρα..
-Μετά χαράς να στηνε δώσω και κράτηξέ τηνε να την έχεις!
-Όχι παιδί μου, δεν τηνε κρατήζω, σε δυο ώρες το πολύ θα στηνε φέρω πίσω.
Παίρνει λοιπόν η γραί την τσατσάρα του βασιλιά και σέρνει γρήγορα πίσω στο φτωχικό τζη και το δίδει στη Θεοχάρη. Πιάνει λοιπόν και χτενίζεται κι απόης βγάζει δυό ξανθές τρίχες τση από την κεφαλή τζη και τσι τυλίγει στη χτένα του βασιλιά και τηνε δίδει στη γραί να τηνε πάει πίσω.
Σαν είδε το βασιλόπουλο τσι τρίχες στην τσατσάρα του, εκατάλαβε πως κάτι συνέβαινε και λέει στη γραι:
-Θειά, αύριο το μεσημέρι θα έρθω να σου κάμω μιαν επίσκεψη!
-Όφου βασιλιά μου, απού δεν έχω μουδε καρέκλα να καθίσεις, μουδε πράμα να σε τρατάρω..
-Δεν πειράζει θειά, δε χρειάζομαι πράμα, μόνο να με περιμένεις αύριο!
Εγιάειρε η γραί στο σπίτι τζη τρεχαπετάμενη και λέει ήντα γινε στη Θεοχάρη κι απόης τση λέει:
-Κι εδά πού θα σε κρύψω να μη σε δούνε;
-Βρές μου γραί μιά μεγάλη σακοράφα – είπε η Θεοχάρη – κι απόης βρές ένα μεγάλο κοφίνι να το βάλουμε σε μια γωνιά και χώσε τα σκαμνιά και τσι καρέκλες, για να βάλεις το βασιλόπουλο να καθίσει στο κοφίνι και θα του πεις ότι ‘χεις μια κλωσσού θεσμένη μέσα μόνο να προσέχει για να μή μισίσει τ’ αυγά.
Την άλλη μέρα, σαν τα ταχτοποίησαν όλα ως είπανε, πιάνει η Θεοχάρη και μπαίνει μέσα στο κοφίνι και το σκεπάζει η γραι μ’ ένα τσουβάλι. Σαν έφταξε το βασιλόπουλο, το καλοδέχτηκενε.
-Καλώς τον καλό μας το βασιλιά! Να με συμπαθάς κοπέλι μου γιατί δεν έχω που να κάτσεις παρά μόνο τούτονε το κοφίνι, μά ‘χω μέσα μια κλωσσού μόνο πρόσεχε να μη μου μισήσει τ’ αυγά!
Έκατσενε λοιπόν το βασιλόπουλο στο κοφίνι με προσοχή μεγάλη, πιάνει η βασιλοπούλα και του καθίζει μια τσιτέ με τη σακοράφα, απου εμάτωσενε το κωλομέρι ντου.
-Άγρια ‘ναι θεια η κλώσσα σου!
-Να έχεις την ευχή μου παλικάρι μου, μην κουνιέσαι να μη μου μισήσει τ’ αυγά!
Εκάθησε ξανά το βασιλόπουλο κι ως ετοιμαζόντανε να ρωτήσει τη γραι για το δαχτυλίδι στο ψωμί και τσι τρίχες στην τσατσάρα, του καθίζει πάλι μια τσιτέ η Θεοχάρη με τη σακοράφα, απου επήδηξενε ως το ταβάνι από το ζόρε ντου!
-Εγώ γραι θα ξεσκεπάσω να δω την κλωσσού σου γιατί μ’ έχει σακατέψει με τσι τζιμπιές τση!
Κι ως να βγάλει το τσουβάλι από πάνω, πετάγεται από μέσα η Θεοχάρη απού ‘λαμπε από ομορφιά και χάρη!!
Απόμεινε χασκούμενο το βασιλόπουλο ώρα πολλή κι αφού εσυνειδητοποίησε ήντα ‘χενε γίνει, αρχίξανε τσ’ αγκαλιές και τα φιλιά κι εκλαίγανε από τη χαρά ντονε.
Κι έκατσε η Θεοχάρη και του ‘πενε όλα όσα ‘χανε γίνει. Κι απόης επήρανε τη γραί κι επήγανε όλοι στο Παλάτι.
Κι εκάλεσε το βασιλόπουλο τη μάνα του και τη Μάγισσα:
-Μάνα πώς βάσταξες να μου κρατάς κρυφό και να μου λες ψευθιές τόσο καιρό; Γιάειντα δε μου ‘χες πει πως η Θεοχάρη δεν ήτονε επαέ και πως ετούτηνέ δεν ήτονε η γυναίκα μου;
-Γιάειντα παλικάρι μου, η ψευτομαμή μ’ είχενε πείσει πως η Θεοχάρη είχενε φύγει απού δεν ήθελε το κοπέλι κι εγώ επίστεψά τηνε κι εφοβούμουνα να σου πω πως ετούτηνε δεν ήτονε η γυναίκα σου γιατι μου ‘λεγε πως θελα μάς σε σφάξεις!
– Ασε τη μάνα σου βασιλιά μου – είπενε η Θεοχάρη – μ’ αυτή δε φταίει.
Κι αν δεν ήτονε τούτηνε να φροντίζει τοσονα καιρό το κοπέλι μας, ποιος θα το μεγάλωνε;
Κι ύστερα ρωτά τη Μάγισσα ποιος την έστειλε:
-Η μητρηγιά τση γυναίκα σου με χρυσοπλήρωσε να τηνε ξεκάμω, μα κατά πως φαίνεται ετούτηνέ δεν ημπορεί κανείς να τηνε ξεκάμει γιατί είναι αγνή κι αμάλαγη και δεν την πιάνουνε μάγια!
Τότεσας έπιασε το Βασιλόπουλο κι έστειλε μαντάτο στη μητρηγιά τση Θεοχάρης, απου δεν ήξερε ήντα την ήθελε, κι αφού ήρθενε στο παλάτι, τηνε πιάνουνε μαζί με την Μάισσα και τσι δίνουνε στ’ αδέρφια τση Θεοχάρης, τσι σαράντα δράκους, να τσι κλείσουνε σε μια σπηλιά χωσμένη κάτω κάτω στη γης, να μη τσι θωρεί κιανείς και να μη θωρούνε το φώς του Ηλιου.
Τη γραί απού ‘χενε βοηθήσει τη Θεοχάρη, τηνε κρατήξανε στο παλάτι για παραμάνα του κοπελιού.
Κι από τότεσας, επεράσανε τον αποδέλιπο καιρό ντονε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!

ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΟΥ ΜΕΓΑ ΠΑΡΑΜΥΘΑ ΤΗΣ ΛΟΥΤΡΑΣ
ΓΙΩΡΓΗ Ν. ΚΑΛΛΕΡΓΗ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΩΣΤΗΣ Ι.Γ. ΚΑΛΛΕΡΓΗΣ

Κιγκ

Ελέγξτε επίσης

Κωστής Ι.Γ Καλλέργης ( ΚΙΓΚ) – ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΕΣ ΨΙΧΑΛΕΣ

ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΕΣ ΨΙΧΑΛΕΣ Επέρασε κι ο Αύγουστος μά πάντα θα μάς καίει ! Η Φύση ειν´ …