Δευτερογούλης ήρθενε και μου κλουθά στ’ αλώνι,
να μπασκαλιάζει θεμονιές , όμορφα να τσ’ απλώνει.
Χαρώ σε το βολόσυρο, πως το νε κουλαντρίζεις,
στάργια κριθάργια κ’ αρακά, λονεύγεις και λιχνίζεις.
Κρέμασε το ν’ αγγέλαμο, οντε φυσά να δείχνει,
που θα λυχνιούνται τ’ άχερα, στα μούτρα μη ντα ρίχνει.
Πως χαίρομαι τσι ξωμονές, στ’ αλώνι να κοιμούμαι,
κ’ απ το σταμνί κρυγιό νερό, να βάνωμε να πχιούμε.
Το κολατσό, ψωμί κ’ ελιές και μνιά κρασοντομάτα,
κ’ από το γ-κούμο φρέσκα αυγά, να βάνω στη σαλάτα.
Με το θρινάκι να λιχνώ κ’ εσύ να ξεχωρίζεις,
τα σκύβαλα απ’ το καρπό, καλά να κοσκινίζεις.
Τσι κόπους μας ζεστό ψωμί, απάνω στο τραπέζι,
και να ναι η ζωή γλυκιά, οσά ντο πετιμέζι
Καλοκαιργιάζει και στο νου, αιτία βρίχνω πάλι,
να ξαναρθούν τα όμορφα, στη σκέψης την αγκάλη…
κουκλινός