ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΑΝΤΙΟ ΣΤΟΝ ΠΑΝΤΕΛΗ ΣΑΛΟΥΣΤΡΟ 1928-2020 (Φωτογραφικό υλικό)

Το τελευταίο αντίο είπαν γνωστοί συγγενείς φίλοι και πολλοί καλλιτέχνες στον Παντελή Σαλούστρο την Παρασκευή το απόγευμα στις 3 η ώρα στο χωριό του το Μορόνι Μεσσαράς…

Ο Παντελής Σαλούστρος που έσμιξε όλους τους καλλιτέχνες που ήρθαν στο χωριό του το Μορόνι από όλα τα μέρη της Κρήτης για να ανάψουν ένα κεράκι στην μνήμη του …να τιμήσουν τον ίδιο άλλα και τα παιδιά του Αντώνη και Μανόλη άλλα και τα εγγόνια του …

Ποιον καλλιτέχνη να πούμε πως δεν είδαμε…όλο το κρητικό στερέωμα ήταν εκεί που χαιρετούσε ο ένας τον άλλο και έδιναν ευχές για ζωή και υγεία…

Μετά την εξόδιο ακολουθία οι καλλιτέχνες με τραγούδια και μαντινάδες όπως αρμόζει σε ένα μεγάλο μερακλή και καλλιτέχνη τον οδήγησαν με λύρες και λαγούτα στην τελευταία του κατοικία..

Σε βαρύ κλίμα είπαμε το τελευταίο αντίο σε ένα από τους τελευταίους μεγάλους μουσικούς και λαουτιέρηδες που έβαλε και αυτός με τον δικό του τρόπο ένα λιθαράκι σε αυτό που λέμε παράδοση…

Ο ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΣΑΛΟΥΣΤΡΟΣ, λαγουτιέρης, κατάγονταν από το χωριό Μορόνι της επαρχίας Καινουργίου του νομού Ηρακλείου και γεννήθηκε την 1η Σεπτεμβρίου 1928.

Ηταν το μοναδικό παιδί της Μαρίας Μπυνιχάκη και του Μανώλη Σαλούστρου ή Λαγουδομανώλη, παρατσούκλι που δηλώνει την ανωγειανή καταγωγή της οικογένειας των Σαλούστρηδων, αφού ο Λαγουδοβασίλης, πατέρας του Μανώλη, είναι βεβαιωμένο ότι είχε γεννηθεί στα Ανώγεια Μυλοποτάμου και ο οποίος σε ηλικία περίπου 20 ετών παντρεύτηκε από το Μορόνι όπου και εγκαταστάθηκε μόνιμα.

Το 1940 ο Παντελής τελείωσε το δημοτικό και αμέσως μετά βίωσε τη γερμανική κατοχή δουλεύοντας στις αγγαρείες των Γερμανών για την εκκαθάριση του Λαβυρίνθου, του αρχαίου λατομείου της Γόρτυνας, το οποίο οι Γερμανοί το χρησιμοποίησαν ως αποθήκη πυρομαχικών από το 1941. Την ίδια περίοδο στερήθηκε τον πατέρα του και τους θείους του, Σπυρίδο και Ηλία, για ενάμιση χρόνο επειδή τους φυλάκισαν οι Γερμανοί στο στρατόπεδο της Αγιάς στα Χανιά ως αντίποινα για τις δολιοφθορές που τους είχε προκαλέσει ο ξάδελφός τους Μιχάλης Σαλούστρος, ο ηρωικός αντάρτης και πρωτοστάτης στην ένοπλη αντίσταση της Κρήτης.Το 1944,μέσα στα δύσκολα αυτά χρόνια της γερμανικής κατοχής έχασε και τη μητέρα του .

Παρά τις δυσκολίες της εποχής, η πλούσια μουσική παράδοση της επαρχίας Καινουργίου δεν άφησε αδιάφορο τον νεαρό Παντελή. Από όσα ο ίδιος μας διηγείται συμπεραίνουμε ότι τα πλούσια ακούσματα της περιοχής του τον επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό και σφράγισαν τη μουσική του προσωπικότητα. Μέχρι τα δεκάξι του
χρόνια είχε ακούσει όλους τους μεγάλους λυράρηδες της εποχής, αφομοιώνοντας τις μουσικές πληροφορίες και ιδιαιτερότητες –αποστάγματα μακράς βιωματικής διεργασίας– που συνθέτουν την παραδοσιακή μουσική γενικά.

Θυμάται μέχρι σήμερα πώς έπαιζε ο Λευτέρης Μανασάκης ή Γαλιανός, πραγματικός θρύλος της βιολόλυρας από τη Γαλιά, ο γέρος Κολομπότσης από το Ζαρό, ο Ρεμαντονογιώργης
(Φραγκιαδάκη Γιώργη) από τη Γέργερη, ο γέρο-Φουστάνης από την Πόμπια.

Θυμάται το ιδιαίτερο ύφος του Κώστα Σπανάκη από τα Βασιλικά Ανώγεια. Θυμάται τον Καστελολευτέρη (Καμπουράκη Λευτέρη) από τονΡουφά, ο οποίος έπαιζε λαγούτο και συνόδευε τον Γαλιανό, αλλά στη συνέχεια το αντικατέστησε με μπουζούκι. Συχνά αναφέρεται στο Μανώλη Μανασάκη ( αδελφό του Λευτέρη του Γαλιανού ) ο οποίος έπαιζε ένα σκαφτό αχλαδόσχημο όργανο με μακρύ χέρι – ήταν μεταξύ μπουζουκιού, μαντολίνου και μπουλγαρί- που είχε κατασκευάσει ο ίδιος ο Λευτέρης. Η μεγάλη ιδιαιτερότητα του Μανώλη Μανασάκη ήταν ότι έπαιζε με κομμένο το αριστερό του χέρι, από τον καρπό. Ένας παγιδευμένος αναπτήρας
αποχαιρετιστήριο δώρο των γερμανικών στρατευμάτων, του στέρησε για δύο χρόνια το φώς του και του έκοψε το χέρι, ότι πιο πολύτιμο εργαλείο έχει ένας μουσικός.

Ώς και τον γέρο Κανάκη τον Κουκλινό μάς αναφέρει, ο οποίος σκοτώθηκε πριν γεννηθεί ο γιος του, όταν μεγάλωσε ο μικρός, «κοιλάρφανος», που τον βάπτισαν και αυτόν Κανάκη, έμοιαζε του πατέρα του καταπληκτικά στο παίξιμο της λύρας. Δυστυχώς όμως οι σπουδαιότεροι από αυτούς, που συνιστούσαν μια ιδιαίτερη
μουσική σχολή και είχαν δημιουργήσει ένα ξεχωριστό τοπικό μουσικό ιδίωμα, χάθηκαν νέοι και δεν κατάφεραν να αφήσουν δισκογραφικό έργο.

Η πρώτη μεγάλη απώλεια στη μουσική της Μεσαράς και ολόκληρης της Κρήτης ήταν ο χαμός του Λευτέρη του Γαλιανού, ο οποίος σκοτώθηκε. Κάποιες συνθέσεις του, όπως και τα μικρομελίσματα του, διασώθηκαν στο παίξιμο του αδελφού του Μανώλη ο οποίος
το 1989 ηχογράφησε ένα δίσκο με τίτλο «Κρήτη» και αποτύπωσε σ’ αυτόν ότι τουλάχιστον θυμόνταν από το 1944. Επίσης σε νεαρή ηλικία χάθηκε και ο Ρεμαντονογιώργης στο Αλβανικό μέτωπο· πολύ νεαρός χάθηκε και ο Κανάκης.

Ο Παντελής σημειώνει εδώ ότι αν υπήρχαν αυτοί οι άνθρωποι σίγουρα θα συνέχιζαν το τοπικό ιδίωμα της Μεσαράς και έτσι η κρητική μουσική παράδοση θα αποκτούσε καιμια άλλη διαφορετική τεχνοτροπία. Επίσης προσθέτει ότι την εποχή που ζούσαν οι μεγάλοι αυτοί οργανοπαίκτες, το όργανο που δέσποζε στην ευρύτερη
περιοχή της Mεσαράς ήταν η βιολόλυρα. Η λύρα αυτή είναι οκτάσχημη (σχήμα περίπου του βιολιού) έχει τέσσερις χορδές με κούρδισμα Μι -Λα -Ρε -Σολ ή και Λα -Ρε -Σολ –Ντο έχει σκαφτό ηχείο με γλώσσα στο καπάκι και ο λυράρης ακουμπάει το
νύχι στην χορδή, τέτοια οκτάσχημη λύρα ήταν σε χρήση
καικατά τη Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή περίοδο

. Η βιολόλυρα έχει μεγαλύτερη έκταση από την τρίχορδη
και η χροιά της είναι διαφορετική. Έτσι από μόνη της η βιολόλυρα, διαφοροποεί τα μουσικά πράγματα και συντελεί στο να δημιουργηθεί ένα διαφορετικό ύφος.

Η ενασχόληση του με τη μουσική αρχίζει το καλοκαίρι του 1946 με εφόδια το μεράκι του και τα πλούσια ακούσματα από τους παραπάνω οργανοπαίκτες. Με ένα δανεικό μαντολίνο, πηγαίνει καθημερινά στο διπλανό χωριό το Ρουφά, και βρίσκει
τον Καμπουράκη Λευτέρη (Καστελολευτέρη), ξακουστό οργανοπαίκτη του λαγούτου και του μπουζουκιού, και θεματοφύλακα του ιδιαίτερου ηχοχρώματος που διέθετε η
περιοχή. Έτσι, για είκοσι ημέρες και με αντάλλαγμα τις υπηρεσίες του στο τσαγκάρικο του Λευτέρη, παίρνει τα πρώτα μαθήματα. Η εξέλιξή του ήταν πολύ γρήγορη, μάλιστα σ’ αυτό το μικρό χρονικό διάστημα συνόδευσε σε καντάδα μια παρέα με φίλους και συγχωριανούς του.

Για το Λευτέρη και Μανώλη Μανασάκη υπάρχει και ένα δισκογραφικό αφιέρωμα στο οποίο ο Γιάννης Τσικνάκης εκτελεί πολύ πιστά τους σκοπούς τους. Ο δίσκος αυτός ηχογραφήθηκε από τη δισκογραφική εταιρεία CRETAPHON και έχει τίτλο «Αφιέρωμα Λευτέρης και Μανώλης Μανασάκης ή Γαλιανοί»

Η πληροφορία είναι από το φυλλάδιο του Μουσείου Αρχαίων Βυζ;αντινών και Μεταβυζαντινών μουσικών Οργάνων του Πολιτιστικού Κέντρου της Τράπεζας Πειραιώς στη Θεσσαλονίκη.

Η ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΟ ΔΗΛΑΔΟΓΙΑΝΝΗ

Γιάννης Παπαδάκης ή Δηλαδής ή και Δηλαδογιάννης από τον Απομαρμά (χωριό κάτω από τη Γέργερη) με όκτάσχημη λύρα βιολόλυρα .
Το 1947 γνωρίστηκε με τον φημισμένο λυράρη Παπαδάκη Ιωάννη
(Δηλαδογιάννη), ο οποίος έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη μουσική σταδιοδρομία του
και έμελλε να είναι από τους σημαντικότερους συνεργάτες του. Εντυπωσιασμένος από το ταλέντο του τού προτείνει να συνεργαστούν, και έτσι αρχίζει η επαγγελματική του σταδιοδρομία, που είχε αφετηρία το πανηγύρι της Αγίας Μαρίνας εκείνης της χρονιάς, στη Βόνη Πεδιάδος όπου έφτασαν με τα πόδια από τη Μεσαρά.
Για έναν ολόκληρο χρόνο συνοδεύει τον Δηλαδογιάννη παίζοντας ένα ταμπουρά που είχε σκαφτό ηχείο και που τον είχε κατασκευάσει ο ίδιος ο Δηλαδογιάννης .

Ο Δηλαδογιάννης με βιολόλυρα και ο Παντελής Σαλούστρος με ταμπουρά σκαφτό στο χωριό Άγιοι Δέκα εν έτει 1947) .

Σ’ αυτό το σημείο αξίζει να προσθέσουμε ότι πολλοί οργανοπαίκτες
κατασκεύαζαν οι ίδιοι τα όργανα τους, οι δε χορδές που χρησιμοποιούσαν στις πιο πολλές περιπτώσεις ήταν από καλώδια τηλεφώνου. Η εποχή εκείνη δεν είχε καμία σχέση με τη σημερινή, τα όργανα ήταν δυσεύρετα όπως και τόσα άλλα πράγματα,
αλλά το μεράκι ήταν αυτό που καθόριζε την εξέλιξη.

Η ΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΛΑΓΟΥΤΟ

Ο πρώτος αυτός χρόνος της συνεργασίας του με τον Δηλαδογιάννη στάθηκε καθοριστικός για την περαιτέρω εξέλιξή του. Οι μουσικές του αναζητήσεις τον οδηγούν στο λαγούτο. Την εποχή εκείνη οι λαγουτιέρηδες σπάνιζαν στο χώρο της Μεσσαράς σε σχέση με τους λυράρηδες, οι οποίοι ήταν κατά πολύ περισσότεροι. Η συνοδεία της λύρας θα λέγαμε ότι υστερούσε ή ήταν και εντελώς ανύπαρκτη σε
κάποιες περιπτώσεις. Αυτό μπορεί να δικαιολογηθεί από το γεγονός ότι το λαγούτο απαιτούσε για την κατασκευή του οργανωμένο εργαστήρι λόγω της κατασκευαστικής του πολυπλοκότητας, και επομένως ένας ερασιτέχνης οργανοποιός δεν ήταν εύκολο να το φτιάξει όπως μπορούσε να φτιάξει σκαφτά όργανα (λύρα, πανδουρίδες κ.λπ.),
Επίσης, πρέπει να συνυπολογίσουμε το ακριβό κόστος για την αγορά του. Παρ’ όλα αυτά το 1948 ο Παντελής παίρνει το πρώτο του λαγούτο προς 400.000 δραχμές (κατοχικά χρήματα), που ήταν κατασκευής κάποιου εργαστηρίου στον Πειραιά. Το
1949 αποκτά το δεύτερό του λαγούτο, κατασκευής του Χανιώτη οργανοποιού Γεωργίου Φραγγεδάκη προς 1.200.000 δρχ. ΄Ετσι αρχίζει σιγά σιγά να καθιερώνεται ως λαγουτιέρης, και σήμερα σωστά θεωρείται από τους πρωτομάστορες του λαγούτου στον νομό Ηρακλείου, και μάλιστα αυτοδίδακτος, αφού ο ίδιος μελετά για
να δημιουργήσει ένα τρόπο παιξίματος που να ταιριάζει στο μουσικό ιδίωμα της περιοχής. Ο Καστελολευτέρης που αναφέραμε παραπάνω, του έδειξε μόνο τα πρώτα βήματα μάλιστα εκείνη την περίοδο είχε ήδη αλλάξει όργανο καιαπό το λαγούτο είχε περάσει στο μπουζούκι.

ΟΙ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΕΣ

Ο Παντελής εκτός από τη συνεργασία του με τον Παπαδάκη Γιάννη ή Δηλαδή από τον Απομαρμά –δυστυχώς η μουσική τους δεν αποτυπώθηκε σε κάποιο δίσκο– συνεργάστηκε με πολλούς γνωστούς λυράρηδες της περιοχής, όπως τον Φραγκιαδάκη Μιχάλη (Ρεμαντώνη) από τη Γέργερη ο οποίος έπαιζε και Κλαρίνο,(σε
κάποιες περιπτώσεις το χρησιμοποιούσε σε γλέντια για να παίξει καλαματιανά), τον Κώστα Σπανάκη (Παπλωματά) από τα Βασιλικά Ανώγεια που κατοικούσε στις Μοίρες, τους ζαριανούς λυράρηδες Ασηθιανάκη Λευτέρη ή Καλομπότση, Μ. Καρπουζάκη, το, Μαν. Τσικριτσάκη (Λαγό), τον Μανώλη Πετράκη (Γκουγκάκι),
τον Γιάννη Φουστάνη από την Πόμπια, τον Γαβρίλη από τα Πιτσίδια, το Φραγκιό από το Τυμπάκι,
το Νικολούδη τον Αντρέα από τη Γαλιά. Ακόμη έπαιξε με τον Κώστα
Σηφάκη, το Στέφανο Αναστασάκη και τον Κώστα Σηφάκη (ζερβό) από τη Γέργερη, και πολλούς άλλους.

Επίσης συνεργάστηκε με τους ρεθεμνιώτες λυράρηδες όπως τον Λεωνίδα Κλάδο. Με τον Κλάδο γνωρίστηκαν στα Σκούρβουλα, το 1951 στις δύο του φλεβάρη. Στη συνέχεια έφτασαν στη Φανερωμένη, και από κει, από παρέα σε παρέα, από χωριό σε χωριό, πέρασαν είκοσι δύο μέρες μέχρι να φτάσουν στις Μοίρες, όλο αυτό
το διάστημα μαζί τους ήταν και ο Καστελολευτέρης. Μάλιστα
ο Παντελής Σαλούστρος θεωρεί ότι το τοπικό μουσικό ιδίωμα της Μεσαράς αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τον σπουδαίο λυράρη Λεωνίδα Κλάδο3, ο οποίος συνταιριάζοντάς το

Ο Λεωνίδας Κλάδος ήταν από τα Πλατάνια Αμαρίου. Από το 1951 και μετά κατοίκησε στις Μοίρες και είχε ζαχαροπλαστείο στο οποίο σύχναζαν πάρα πολλοί μουσικοί μεσαρίτες όπως ο
Καστελολευτέρης, ο Κώστας Σπανάκης ο Παντελής Σαλούστρος κ.ά.

με το Ρεθεμνιώτικο ύφος έδωσε το γνωστό του μεγαλειώδες παίξιμο στη λύρα. Ο Παντελής με τον Λεωνίδα Κλάδο
Ο Παντελής Σαλούστρος συνεργάστηκε ακόμη με τον
Σπύρο Σηφογιωργάκη· υπηρέτησαν μάλιστα μαζί και στον στρατό. Άλλες σημαντικές συνεργασίες του ήταν με τον Νίκο Ξυλούρη, Αντώνη Ξυλούρη και Γιώργο Καλομοίρη στα πρώτα τους
βήματα, αλλά και με άλλους .

Ο Βασίλης Σαλούστρος

Και εκείνος συνεχίζοντας την παράδοση του λαγούτου, με προσωπικό ύφος διαφοροποιημένο από του Παντελή, διέπρεψε στην Αθήνα παίζοντας δίπλα στον Κώστα Μουντάκη, τον Αντώνη Περιστέρη, το Δράκο Σαμπουτζή και με πολλούς
άλλους γνωστούς λυράρηδες. Για σαράντα ολόκληρα χρόνια έπαιζε λαγούτο στο θέατρο της Δώρας Στράτου, όπου τον παρακολούθησαν να παίζει και να τραγουδά χιλιάδες άνθρωποι από όλον τον κόσμο. Επίσης συνόδεψε με το λαγούτο του
σε

πάρα πολλούς δίσκους, μερικοί από αυτοί είναι ο «αργαλειός » «δώδεκα χρονώ κοπέλι », «το ξεφάντωμα» του Κώστα Μουντάκη. Ηχογραφήσεις έκανε και με τον Λ Κλάδο και το Σπ
Σηφογιωργάκη. Ηχογράφησε επίσης με τον Μαν Καρπουτζάκη
τους δίσκους, «Ένα παλιό καλό καιρό» και τα «Ριζίτικα». Συνεχίζοντας τη γραμμή προς τη μουσική, η κόρη του Βασίλη, Σοφία Σαλούστρου είναι σήμερα καθηγήτρια
πιάνου στην Αθήνα. Ο Παντελής Σαλούστρος (ή Παντελής αφού όλοι που τον γνωρίζουν τον αναφέρουν με το μικρό του όνομα), δίδαξε λαγούτο τους δύο γιους, που απέκτησε
με την Κυριακή Σκεπεταράκη, τον Μανώλη και τον Αντώνη, ο οποίοι συνεχίζουν με επιτυχία την παράδοση του λαγούτου στην Κρήτη. Ακόμη ο Μανώλης είναι καθηγητής μουσικής στο Μουσικό Γυμνάσιο- Λύκειο Ηρακλείου.

Ο Αντώνης και ο Μανώλης Σαλούστρος

Τη μουσική ιστορία του παππού Παντελή και των γιών του συνεχίζουν τα εγγόνια Παντελής, Μιχάλης και Μανώλης Σαλούστρος, γιοί του Αντώνη Σαλούστρου. Ο Παντελής παίζει κιθάρα, ο Μιχάλης ασχολείται με ηλεκτρονική
μουσική στον υπολογιστή, και ο Μανώλης ο νεότερος παίζει και εκείνος λαγούτο.

Από το 1980, ο Παντελής, χωρίς να αποσυρθεί από τα μουσικά δρώμενα, σταμάτησε να παίζει επαγγελματικά, δίνοντας τη σκυτάλη στους δύο γιους του Μανώλη και Αντώνη. Σήμερα είναι 86 ετών και ζει με τη σύζυγό του Κυριακή (Κούλα) στο Μορόνι, αναπολώντας τη μουσική αυτή περιπέτειά του. Η ευχή του είναι η συνέχιση της παράδοσης του λαϊκού μουσικού πολιτισμού της Κρήτης και η
διατήρηση των μουσικών ιδιαιτεροτήτων κάθε τόπου. Θεωρεί ότι είναι αναγκαίο να διαφυλάξουμε τον μουσικό πλούτο του τόπου μας, να περισώσουμε το διαφορετικό, το ιδιόμορφο, και να αποφύγουμε την ισοπέδωση.

Αφιερώνεται, με αγάπη ,σεβασμό και ευγνωμοσύνη στο πατέρα μας και δάσκαλό μας.
Μανώλης & Αντώνης Σαλούστρος

Απο τον Ερωτόκριτο κάλο ταξίδι Παντελή καλό παράδεισο και συλλυπητήρια στην οικογένειά του στα παιδιά και τα εγγόνια του…

Ελέγξτε επίσης

Κωστής Ι.Γ Καλλέργης ( ΚΙΓΚ) – ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΕΣ ΨΙΧΑΛΕΣ

ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΕΣ ΨΙΧΑΛΕΣ Επέρασε κι ο Αύγουστος μά πάντα θα μάς καίει ! Η Φύση ειν´ …