Απου δε ν’ έχει να ξυστεί, καλιά ντου να προσέχει,
στα ύστερά ντου ο άθρωπος, πολλές ανάγκες έχει.
Η δύναμη ντου χάνεται, στα γεραθιά οντε φτάνει,
και θέλει μπαμπαρόλιασμα, πάπλωμα και γιοργάνι.
Μη ντου χτυπομουρίζουνε, μάνιτες δε σηκώνει,
αδέ γρικά κ’ αδέ θωρεί, γιατί το νε σκοτώνει.
Το φαϊτό ντου το ζεστό, απάνω στο τραπέζι,
θέλει κ’ η τηλεόραση, στο διαπασών να παίζει.
Τα φάρμακά τση πίεσης και τση καρδιάς να παίρνει,
ξεπασοδούλι ανε βρεί κ’ όσο τα καταφέρνει.
Για τση ζωής τα όμορφα, κιανείς δε λέει όχι,
αν’ είναι κ’ εκατό χρονώ κ’ ο άθρωπος α’ ντο ‘χει.
Πριχού βρεθεί μνιάς κοπανιάς, φτωχός κ’ αμοναχός του,
κ’ άλλοι πλουσιοπάροχα, να χαίρουνται το βιός του.
Στα υστερνά ντου να βαστά, μνιά πισινή ν’ αφήσει,
κ’ ας τη ξεκοκαλίσουνε, απίς θα ξεψυχήσει…