Με την λύρα μου κλείνω τα μάτια και ταξιδεύω μας είχε πει ο αείμνηστος Λεωνίδας Κλάδος σε ζωντανή εκπομπή στον Ερωτόκριτο που είχε κρατήσει στις αρχές της δεκαετίας του 2000 5 ώρες περίπου..
φωτογραφία Λεωνίδας Κλάδος με τα ακουστικά και δίπλα του Γιώργης Σμαραγδής στο Λαγούτο
Ο Λεωνίδας Κλάδος γεννήθηκε στις 17 Ιανουαρίου 1925 στα Πλατάνια Αμαρίου. Ήταν γιος του Δημήτρη Κλάδου κτηνοτρόφου από τα Λειβάδια Μυλοποτάμου. Μητέρα του ήταν η Χρυσή Ανδρέου Λίτινα. Έμειναν και έζησαν στα Πλατάνια αποκτώντας 8 παιδιά εκ των οποίων το δεύτερο ήταν ο Λεωνίδας.
Το 1941, όταν κατέκτησαν οι Γερμανοί την Κρήτη, τον βρίσκει με πολλές άλλες οικογένειες στις σπηλιές του Ψηλορείτη. Εκεί ο θείος του Μανώλης Λίτινας ασχολείται με διάφορα ξυλόγλυπτα και μεταξύ αυτών φτιάχνει και μία λύρα από ασφένταμο. Τα παιδιά την περιεργαζόταν και την άφηναν, όμως ο Λεωνίδας ανυπομονούσε να ακούσει τους πρώτους ήχους:
“σε 17 ημέρες έμαθα να κουρδίζω και σε 28 ακούστηκαν οι πρώτοι σκοποί στις κορυφές του Ψηλορείτη. Έπαιζα και τραγουδούσα συνέχεια”.
φωτογραφία Λεωνίδας Κλάδος με τα ακουστικά και κλειστά τα μάτια
Κατά την περίοδο της Γερμανικής κατοχής έβλεπε τα πρόβατα και έπαιζε και λύρα στα χωριά της περιοχής, ενώ στον Οψιγιά στο καφενείο Πικαντίλι, διασκέδαζαν τακτικά πολλοί μερακλήδες και χορευτές της επαρχίας
που με την παρακίνηση τους έγινε σήμερα επώνυμος καλλιτέχνης.
Η φήμη του γρήγορα ξεπερνά τα όρια του νομού. Το Φεβρουάριο του 1951 βρίσκεται στη Μεσσαρά, όπου γίνεται δεκτός με ενθουσιασμό και αγάπη στις διάφορες εκδηλώσεις της περιοχής. Συχνά έπαιζε στο καφενείο του Μιχάλη Τζωρτζάκη στη πλατεία των Μοιρών..
Φοίτησε στο Δημοτικό Σχολείο Πλατανίων, αλλά λόγω έλλειψης δασκάλου παρακολούθησε μαθήματα και σε άλλα δημοτικά της γύρω περιοχής μεταξύ αυτών και αυτό του Μοναστηρακίου. Ήταν εξαίρετος μαθητής, λόγω όμως οικονομικών δυσχερειών δεν προχώρησε στα γράμματα.
Οι γονείς του τον προέτρεψαν και πήγε να μάθει την τέχνη του τσαγκάρη στο Βυζάρι στου Κούνουπα του Στεφανή, όπου πηγαινοερχόταν για τρία χρόνια. Σαν παιδί βοηθούσε στην εκκλησία και ήταν δίπλα στον παππού μου από τις Λαμπιώτες παπα-Γιάννη Σιγανό, ο οποίος διέκρινε από πολύ νωρίς τις μουσικές και φωνητικές ικανότητες του Λεωνίδα και τον προώθησε στο ψαλτήρι.
φωτογραφία Λεωνίδας Κλάδος με τα ακουστικά και δίπλα του Γιάννης Ανδριγιαννάκης στο μπάσο
Έτσι λοιπόν η εκκλησία υπήρξε ένα από τα πρώτα του βιώματα, όσον αφορά το χώρο της μουσικής… Τα πρώτα ακουστικά ερεθίσματα ήταν οι μαντιναδολόγοι και οι βοσκοί της περιοχής. Στα πρώτα του βήματα σημαντικό ρόλο έπαιζαν οι λυράρηδες της περιοχής ιδιαιτέρως ο Κουρούπης από το Μέρωνα και ο Καπαρός ο Λευτέρης από το Άνω Μέρος.
Παρά την αντίδραση των γονιών του να γίνει επαγγελματίας λυράρης εκείνος είχε ήδη πάρει το βάπτισμα, τίποτα δεν μπορούσε να τον σταματήσει από τη λύρα του. Όπου γλέντι, γάμος βαπτίσεις νάσου και ο Λεωνίδας να μαγεύει τους πάντες με τις κοντηλιές του.
Το 1945 έως 1947 παίζει στο Ρέθυμνο κάθε βράδυ στο ζαχαροπλαστείο του Κλαψινού, όπου προωθείται από το πασίγνωστο λαγουτιέρη Γιάννη Μπερνιδάκη (Μπαξεβάνη) και πλέον γίνεται γνωστός σε όλο το Νομό.
Το 1947 κατατάσσεται στο στρατό, όπου υπηρετεί για 29 μήνες. Επιστρέφοντας συνεχίζει και συνεργάζεται πάντα με κορυφαίους λαγουτιέρηδες Μαρκογιαννάκη, Κοτσιφό, Παχουντάκη, τον μπουλγαρίστα Στέλιο Φουσταλιέρη κ.α.
Ταυτόχρονα γνωρίζεται με τους κορυφαίους λυράρηδες Λαγό, Καρεκλά, Σκορδαλό, Καλογρίδη. Η φήμη του γρήγορα ξεπερνά τα όρια του νομού. Το Φεβρουάριο του 1951 βρίσκεται στη Μεσσαρά, όπου γίνεται δεκτός με ενθουσιασμό και αγάπη στις διάφορες εκδηλώσεις της περιοχής. Συχνά έπαιζε στο καφενείο του Μιχάλη Τζωρτζάκη στη πλατεία των Μοιρών, όπου γνωρίστηκε με την κόρη του την Κλειώ.
Παντρεύονται το 1953 και αποκτούν 2 γιούς και 2 κόρες. Από τη χρονική περίοδο αυτή γίνεται μόνιμος κάτοικος Μοιρών, όπου ο κόσμος τον αγκαλιάζει ως γνήσιο Μεσσαρίτη και ο ίδιος ανταποκρίνεται. Το 1957 δημιούργησε το πρώτο του έργο στίχοι, μουσική, εκτέλεση δική του “¨Όταν κοιμάται ο δυστυχής”. “Όταν κοιμάται ο δυστυχής”, από τα πρώτα κομμάτια του Λεωνίδα, άλλες αξίες, άλλος τρόπος αντιμετώπισης για τη ζωή.
Τα πράγματα ήταν αγνά, οι άνθρωποι ήταν απλοί, νιώθαν τη φύση, τα βουνά τους συντρόφευαν, ο αέρας τους άγγιζε τα σωθικά, οι ρακές και οι παρέες παίρναν φωτιά σιτς δοξαριές του Κλάδου, οι χορευτές ψηλοπετούσαν από τη γη που μας δίνει τα πάντα για να υπάρξουμε. Τα τραγούδια μαζί και η φτώχεια έφτιαχναν από μόνα τους το δημιουργό.
Από το 1961 διακόπτει την καλλιτεχνική του ενασχόληση για λόγους υγείας.. Ύστερα από επίμονη παρότρυνση φίλων ξαναρχίζει να παίζει και ταυτόχρονα επιστρέφει στις ζωντανές εμφανίσεις και δισκογραφία. Αξίζει να αναφέρουμε ότι ήταν από τους πρώτους που ανέβασαν τα καλαματιανά και τα Ευρωπαϊκά ταγκό και βάλς.
Στα Σκούρβουλα γνωρίστηκε με τον Καστελλολευτέρη , μια γνωριμία σταθμός γι’ αυτόν και απαρχή για τη μουσική του σταδιοδρομία. Εκτός από σπουδάιος καλλιτέχνης θεωρείται κι επιτυχημένος επαγγελματίας. Αφού συνεργάστηκε αρκετό διάστημα με τον Καστελλολευτέρη, γνώρισε και συνεργάστηκε επίσης μέ άλλους σπουδάιους μουσικούς όπως ο Νίκος Μανιάς, ο Μανώλης Κακλής, ο Παντελής Κρασαδάκης, ο Δημήτρης Σκουλάς κ.α.
Εργάστηκε σε πολλά κέντρα των Αθηνών και της Κρήτης, έχει πάιξει σε πάρα πολλά γλέντια και γιορτές και έχει κάνει αρκετές περιοδίες στο εξωτερικό. Δισκογραφικά έχει να επιδείξει ένα χρυσό δίσκο “Όταν κοιμάται ο δυστυχής” και συνολικά 35 μεγάλους δίσκους 33 στροφών, 15 μικρούς (45 στροφών) και δεκάδες κασσέτες. “¨Ευχαριστώ το Θεό που μου’δωσε αυτό το χάρισμα, ότι πιο πολύτιμο για μένα. Η λύρα με δίδαξε και με γνώρισε μ’ όλα τα στρώματα των ανθρώπων”.
Η τεχνική του χαρακτηρίζεται από ποικίλες και γρήγορες εναλλαγές ενώ η ποιότητα του ήχου έχει μια έντονη γλυκύτητα που σε συναρπάζει. Πολλοί λένε σήμερα, ότι με τη λύρα του Κλάδου μερακλώνουν, ενθουσιάζονται, είναι η λύρα που τους αρέσει και τους ταξιδεύει σε κόσμους παραμυθένιους και παραδεισένιους.
Κάτι πολύ ενδιαφέρον είναι πως ο Κλάδος πηγαίνοντας κόντρα στο ρεύμα του καιρού του που ήθελε οπωσδήποτε τους λυράρηδες και τραγουδιστές, δεν τραγούδησε ποτέ του. Σε μια εποχή που όλοι έκαναν καριέρα τραγουδώντας, εκείνος έμεινε στην ιστορία χωρίς να πει ούτε μια μαντινάδα.
Για όσους θέλουν να ξέρουν ο Λεωνίδας Κλάδος σε όλη του τη δισκογραφία τραγούδησε ένα μόνο κομμάτι ο ίδιος. Τίτλος του τραγουδιού ”όλος ο κόσμος με μισεί” και ήταν τρομερός και στο τραγούδι αλλά έπαθε ζημιά στις φωνητικές χορδές και δεν ξανατραγούδησε γιατί χάλασε η χρειά της φωνής του και όπως μου έχει πει ο ίδιος δεν ήθελε να μειώσει την αξίαα της λύρας του.
“Όλος ο κόσμος με μισεί” συνθέτει και τραγουδάει ο Λεωνίδας και σε βάζει στη σκέψη να πετάξεις τα δήθεν και να είσαι ατόφιος και αληθινός σ’αυτά που έχεις, σ’ αυτά που θα διεκδικήσεις, την αγάπη την αληθινή στα επίπεδα της καθημερινότητάς σου…. Δοξαριές μιας στιγμής από ένα συναίσθημα που ο λυράρης καταθέτει και σε καλεί σ’ ένα διονυσιακό γλέντι.
Αξίζει να αναφέρουμε επίσης ότι στον Λεωνίδα Κλάδο παραχωρήθηκε το μέγαρο μουσικής Αθηνών για να πραγματοποιήσει ΡΕΣΙΤΑΛ (η λέξη ΡΕΣΙΤΑΛ δεν ειπώθηκε τυχαία γιατί στα γλέντια που έχουμε ζήσει τον Κλάδο ο κόσμος τον φωνάζει δάσκαλο Μαέστρο Μπετόβεν. Εναλλαγές στα γυρίσματα, μελωδικά ακούσματα, “μαέστρο Κλάδο!” φωνάζανε στο χωριό μας και πετούσε από τη χαρά του.
Τα γλέντια στην Πατσό άφησαν εποχή. Κλάδος μαζί με Κρασαδάκη και Μιχαλιό και 1500 άτομα να χορεύουν γύρω από τον πλάτανο του χωριού και ο Κλάδος να νανουρίζει τη λύρα, να ευωδιάζει το σύμπαν και η βραδιά να μένει στην καρδιά για πάντα και η παράδοση να έχει ελπίδα στην καθαρότητα και την αληθινή στιγμή.
Ένας από τους μεγαλύτερους λυράρηδες της Κρήτης, ο Λεωνίδας Κλάδος, έφυγε από τη ζωή στις 12 Νοεμβρίου 2010, σε ηλικία 86 ετών.