Θε μου σ’ αυτα που θα σου πω, κρίμα μη μου το γράψεις
Μα θα πρεπε τσι νόμους Σου μια μέρα να τσ’ αλλάξεις.
Ούλοι σε λένε Δίκαιο μα λάθη εγώ σου βριχνω
Γιατί χιλιάδες δυστυχείς στη στράτα μου παντιχνω.
Μαυροντυμένους και χλωμους, μάνες και πατεράδες
Που τσι κρατούν αιχμαλώτους του πόνου οι συμπληγάδες.
Ξοδιαζουνε τα δάκρυα με τα σταμνιά που λένε
Κι ούλα τα φύλλα τση καρδιάς στο θυμιατό τα καίνε.
Για να θυμιαζουν ομορφιές και μυρισμενα κάλλη
Π’ αγγέλους Θε μου τσι καμες εις τη ζωή την άλλη.
Θωρρώ κοπελια ορφανά σε μια γωνιά να κλαίνε
Να λένε με παράπονο τη μάνα ντος πως θενε.
Μα θα μου πεις από ψηλά εσύ τα προστατευγεις
Μα τη πληγή του χωρισμού δύσκολα τη γιατρευγεις.
Τα ‘γαπημεν’ αντρο-ινα τα λιγοκαιρισμενα,
Θε μου να δίδεις θάνατο είν’ άδικο για μένα.
Γιατί ο ένας ‘που τσι δύο στη μαύρη γης θα λιώνει
Κι ώστε να ζει ένα σταυρό ο άλλος θα σηκώνει.
Κι αφού’σαι παντοδύναμος και παντογνώστης Θε μου
Αυτά που σου κουβεδιασα αν είναι λάθος πε μου.
Ας βάλει μιαν υπογραφή το Θεϊκό σου χέρι
Να φεύγουμ’ από τη ζωή ετούτη, ούλοι γέροι.
Αννα Σκανδαλάκη