Μανόλης Κρητικόπουλος – Οι Ανεπαστάδες (αληθινή ιστορίας ζωής)

Ήτονε καιρός Απριλομάης του 1992 εγώ σε ηλικία 9 στα 10 κι ο αδερφός μου ο Γιώργης 14αρο χρονώ..χαράκι! Ο κύρης μου είχε μισέψει για την στραθιά των αγγέλω πρό διετίας αφήνοντας πίσω ντου αρκετά χώματα…(Μαγιά να ζυμώσομε να φάμε μια μπουκιά ψωμί)

Την χρονιά πριχού μισέψει είχενε λυσάξει να φυτεύγει την γής μουρέλα! (μπόργιε δεν μπόργιε,σερνούντωνε μα φύτεγε..! Την ίδια χρονιά την ύστερη ντου δλδ,ήκοψε αμοναχός του και στέρεψε σ’τσ’αποθήκες 3 τόνους ξύλα για να μην κρυώσουν τα κοπέλια ντου..Κάτεχε..!)

Μα δεν επρόκαμε να ξετελέψει την δουλεία που ‘χε κατα νού ντου αλάκερη μιας κι ο χάρος,{χάρες δεν κάνει..!}κι είχενε άλλη γνώμη!

Όντεν επόθανε είχανε απομείνει κάποια χωράφια χέρσα και οι ανεπαστάδες(έτσα έλεγαν οι παλιοί τα φυτώρια της ελιάς που βγάνανε από κλαδιά μοναχοί ντως)στου σπίθιού την αυλή μέσα στα μαυροσάκουλα που ανημένανε τον φυτεμό τως δυό χρόνια και βάλε μπλιό από τότε,είχανε ντακάρει να ξετρυπούνε τσι ρίζες τους οξώ και να πηγαίνουμε του ξεραμού.!

Απ’ όταν μίσεψε το λοιπόν ο κύρης μου για την μεγάλη στραθιά ο 12 χρόνος αδερφός μου ο Γιώργης γίνηκε ο άντρας του σπιθιού κι εγώ ο αδερφό-γιός του γλακούσα ξωπίσω ντου σαν το κουλούκι!
Μιά Παρασκή αξέχαστα λέει τση Μάνας.

-Μάνα το πρωί θα πάρω τ’αμάξι να πάω στα Λενικά μαζί με τον Μανώλη να φυτέψουμε τσ’ανεπαστάδες γιατί,γιαε,πάνε να ξεραθούνε!

-Άσε τσι παιδί μου στην ευκή,που θα γλακάτε,να φυτέυγετε μουρέλα..! Ντα μπορείτε μωρε εσείς να σκάφτετε μικιά κοπέλια..;;; αφήσετε τα στον άνεμο να πάνε κι ας ξεραθούνε!

-Μπορούμε. .!!!

Είπε ο Γιώργης κι εγώ ήνοιωσα πως εμεγάλωσα απότομα κατά δέκα χρόνους που βάλε κι εμένα μέσα με τον πληθυντικό που χρησιμοποίησε.

-Μπορούμε! Για δε μπορούμε.!πετάχτηκα ντελόγο κι εγώ μεγαλωμένος ξαφνικά.

Η Μάνα τσιμογέλασε με μια περηφάνια που ήθελε να κρύψει και να μην κρύψει ταυτόχρονα!

-Ξά σας !ίντα να σας ε-πω..;άμε τέ..!

Την ταχινή που εξημέρωσε ο Θιός την μέρα ήμαστε κι οι δυό απίκο! Φορτώσαμε γερά,γερά τα μουρέλα στον αγρότη (ένα ΤΟΥΟΤΑ μονό διαφορικό,σόκαιρο του αδερφού μου του 78!) Κι από τον ζόρε μας να φύγομε δεν επήραμε μούδε το κολατσό που χε ετοιμάσει η Μάνα,μα μούδε και το νερό!

Επήγαμε στο χωράφι ντάκαρε ο Γιώργης ν’ανοίγει τσι λάκκους -κουτσά στραβά- κι εγώ να πηγαινόερχομαι να κουβαλώ τα μουρέλα που χάνε πολύ μεγαλώσει,ανέβα,κατέβα στην καρότσα και να του τα πηγαινω σε μια διαδρομή …”αλλού πατώ αλλού βρίσκομαι”…

Ο ήλιος είχενε βγει μπλιό στα ψηλά και είχε ντακάρει να πυρώνει για τα καλά και στον κάμπο ένα παραπάνω..Κουραστήκαμε!

Ο Γιώργης στούπιζε στον ίδρω κι εγώ δεν εγροικούσα μπλιό μούδε χέργια,μούδε πόδια, Μα έχομε κι οι δυό μας όμως,
–“ινάτι γα’ι’δουρινό” –από τότε…
–“Ουνα φάτσα ούνα ράτσα” που λένε!–
Κοριζασμένοι τση δίψας κι οι δυό,νηστικοί ντίπης κι ας το το φαΐ ,μα δίχως νερό άστα…!
Μόνη μας ελπίδα μια βάνα που ήτονε παραδίπλα που την επισκέφτηκα με μέγαλη χαρά μα δυστυχώς τηνε βρήκα στεγνή….
Σε μιας στιγμής στάθηκα,τόνε ξάνοιξα,τον λυπήθηκα και του λέω. .
-Γιώργη άσε με εδά να σκάψω κι εγώ μια ολια και άμε να φέρεις κι εσύ κάνα μουρέλο!
Χατήρι δε μου χάλα ..Αντέ μου λέει.. Νά..!Και μου δωκε το σκαπέτι,που μόλις το πιάσα ήμασταν ένα μπόι εγώ κι αυτό μα κι ήντα..;;;

Εγώ είχα την ψυχή κι αυτό την αντοχή και την δύναμη συνεργαστήκαμε άψογα (ήπαιζα την σκαπεθιά κι ήνοιωθε η γής τάξε πως τηνε γαργαλούσε κιανείς! μα εγώ εκειά..
-ινάτι στο ινάτι-.. φυτέψα μερικά – όχι πολλά -μα φυτέψα..! )

Σε λίγο πάλι κι απης είχαν αναζοπυρωθεί του Γιώργη οι δυνάμες με λυπήθηκε κι αυτός και μου λέει ..
-Φτάνει δα Μανολιώ δώσε μου το σκαπέτι κι άμε να φέρεις μερικά φυτά μα 4-5 έχουνε πομείνει ακόμα!

Αλλο που δεν ήθελα ν’ακούσω κι εγώ μολέρνω το σκαπέτι και ντουγρού για τ’αμάξι..φτάνω,βγαίνω στην καρότσα,σηκώνω ένα φυτό κι έκεια τα δα όλα..!!!
ζαλίστηκα να χάσω τον κόσμο..φωνιάζω…

-Γιώργη ζάλ. . .
Αυτό ήτανε δεν επρόκαμα να το ‘πο πώ και γκρεμίζόμαι λιπόθυμος από την καρότσα χάμαι ως χάμαι..!
Όντεν ήνοιξα τα μάθια ο αδερφός μου με κρατούσε σαστισμένος!Συνήφερα..

-βάρηκες μωρε;;

-όι πραμα δεν έχω!!!
(το παιζα κι εγω άντρας τρομάρα μου…)

Πάμε μου λέει να φύγομε κι αύριο τ’άλλα μην πάθεις πράμα!
Μα εγώ ξαναβγήκα πάνω στο αμάξι,σήκωσα πάλι το μουρέλο που μου χε πέσει και του κάμα νοήμα να συνεχίσομε..

Δεν εμίλησε πήγαμε τα ‘ποφυτέψαμε! Στο τελευταίο κάναμε και την βάφτιση του χωραφιού σηκώνοντάς το στον αέρα και κάνοντας το σχήμα του Σταυρού γελώντας πιά περήφανοι για τον άθλο μας!
Με την χάρη του Θεού τα καταφέραμε βαφτίστηκε στην κολυμπήθρα του ίδρου μας και λέγεται πλέον 《ΑΝΕΠΑΣΤΑΔΕΣ..!》

Γιαγύραμε κατακουρασμένοι όπισω μα πασίχαροι με την περηφάνια στα ύψη..
Το σπίτι μύριζε ντολμάδες απ’όξω. Μπήκαμε…Πρέπει να ήπιαμε μισό κουβά νερό ο κάθαης και φάγαμε τους πιο νόστιμους ντολμάδες που έχω φάει στην ζωή μου !

Μετά από χρόνια μοιρασμένη πια η περιουσία επήγαμε λέει…να κάμομε ενα καερέτι τσ’αμπλάς μου που ειχανε πέσει στο δικό τζη μοιράσι οι ανεπαστάδες ..κείνη την ώρα ο Γιώργης με κοίταξε στα μάθια σαν να μου λεγε –θυμάσαι–..;;;
Τον αντιξάνοιξα γνέφωντας καταφατικά
–ΘΥΜΟΥΜΑΙ– !!!

Κατάλαβε.!!δεν είπαμε όμως πράμα…

Μανόλης Κρητικόπουλος

Ελέγξτε επίσης

Τσικνάκης Γιάννης – Το βοτάνι (Τραγούδι: Καλεμάκης Αλέκος)

Λύρα – Λεμάν – Βιόλα: Τσικνάκης Γιάννης Τραγούδι: Καλεμάκης Αλέκος Λαούτο: Στεφανουδάκης Φάνης Κιθάρα: Τσικνάκης …