38 Χρόνια Χωρίς τον Νίκο Ξυλούρη 8/2/1980 – 8/2/2018

Ένα μικρό αφιέρωμα από τον Ερωτόκριτο με πλούσιο φωτογραφικό υλικό στον Αρχάγγελο της Κρήτης Νίκο Ξυλούρη για τα 38 χρόνια που μας λείπει…

Νίκος Ξυλούρης 1936-1980

Γεννήθηκε στις 7 Ιουλίου του 1936 στα Ανώγεια της Κρήτης .Σε ηλικία μόλις 5 χρονών όταν οι κατακτητές Γερμανοί καίνε το χωριό του και μεταφέρουν τους κατοίκους του, πρόσφυγες στο Μυλοπόταμο, επιστρέφουν στ Ανώγεια μετά την απελευθέρωση.

Από πολύ μικρός δείχνει την κλίση του στο τραγούδι και στη λύρα. Στα δώδεκα ο πατέρας του τού αγοράζει την πρώτη του λύρα για να εξελιχθεί πολύ γρήγορα σ΄ έναν από τους πλέον περιζήτητους σε γάμους, βαφτίσια και λοιπές κοινωνικές εκδηλώσεις, οργανοπαίχτες και τραγουδιστές της περιοχής του.

Σε νεαρή ακόμα ηλικία με τη βοήθεια του δασκάλου του καταφέρνει να πείσει τον πατέρα του να του αγοράσει την πρώτη του λύρα και πολύ γρήγορα αρχίζει να παίζει σε γάμους και πανηγύρια. Στα 17 του αποφασίζει να μετακομίσει στο Ηράκλειο και πιάνει δουλειά στο νυχτερινό κέντρο “Κάστρο”.

Τα πράγματα όμως δεν είναι όπως τα περίμενε γιατί βρίσκεται αντιμέτωπος με τη “μόδα” της Ευρωπαϊκής μουσικής, κάτι τελείως ξένο για αυτόν. Τα έσοδα του μόλις και μετα βίας φτάνουν να τον συντηρήσουν και περνάει δύσκολες εποχές.Στην Επιστροφή του στην Κρήτη γνωρίζει την Ουρανία Μελαμπιανάκη, στις 21 Μαΐου του 1958 παντρεύονται και τον ίδιο Σεπτέμβρη μετακομίζουν στο Ηράκλειο Κρήτης.

Σιγά σιγά οι Κρητικοί τον στηρίζουν και αρχίζουν να οργανώνουν γλέντια για να τον ακούνε να παίζει, έτσι αρχίζει να γίνεται γνωστός και το Νοέμβριο του 1958 ηχογραφεί τον πρώτο του δίσκο με τίτλο “Μια μαυροφόρα που περνά”. Ο δίσκος αγαπήθηκε από το κοινό κι έτσι ο Νίκος ηχογραφεί κι άλλα τραγούδια σε δίσκους των 45 στροφών.

Το 1960 γεννιέται ο γιός του Γιώργος και έξι χρόνια αργότερα η κόρη του Ρηνιώ, η οποία του φέρνει τύχη μια και την ίδια χρονιά κερδίζει το πρώτο βραβείο σε ένα φεστιβάλ μουσικής στο Σαν-Ρέμο παίζοντας με τη λύρα του ένα συρτάκι. Την επόμενη χρονιά ανοίγει στο Ηράκλειο το μουσικό κέντρο “Ερωτόκριτος” και πλέον δεν ανησυχεί για την επιβίωση του.

Το 1969 ηχογραφεί με μεγάλη επιτυχία το δίσκο “Ανυφαντού” και λίγους μήνες αργότερα εμφανίζεται και πάλι σε Αθηναϊκό μουσικό κέντρο. Οι καταστάσεις όμως πλέον έχουν ωριμάσει και ο κόσμος τον υποστηρίζει περισσότερο.

Έτσι μετακομίζει και πάλι στην Αθήνα. Γνωρίζει τον ποιητή και σκηνοθέτη Ερρίκο Θαλασσινό ο οποίος αποφασίζει να τον συστήσει στο Γιάννη Μαρκόπουλο και έτσι ξεκινά μια λαμπρή συνεργασία με το δίσκο “Χρονικό” και τα “Ριζίτικα”.

Παράλληλα γνωρίζεται με τον διευθυντή της δισκογραφικής εταιρίας COLUMBIA και γίνονται κουμπάροι.
Το 1971 ξεκινά κοινές εμφανίσεις με το Μαρκόπουλο στη μπουάτ “Λήδρα” και η φωνή του γίνεται σύμβολο της αντίστασης.

Το καλοκαίρι του 1973 τραγουδάει στο θεατρικό έργο “Το μεγάλο μας τσίρκο” με πρωταγωνιστές τον Κώστα Καζάκο και τη Τζένη Καρέζη στο θέατρο “Αθήναιον”

Ο Νίκος Ξυλούρης στην ακμή της καριέρας του αντιλαμβάνεται ότι έχει καρκίνο. Μετά από μεγάλο αγώνα, πολλαπλές εγχειρήσεις και αρκετή ταλαιπωρία χάνει τη μάχη στο Νοσοκομείο Πειραιώς στις 8 Φεβρουαρίου 1980.

ΝΙΚΟΣ ΞΥΛΟΥΡΗΣ
Στη μνήμη του Αρχάγγελου (Περιοδικό Στιγμές)
Ιστορική ημέρα η 7η Ιουλίου του 1936, αν και κανείς τότε δεν γνώριζε στα Ανώγεια την πορεία που θα ακολουθούσε ένα αγόρι που γεννήθηκε τότε. Ένα αγόρι που από πολύ μικρό έδειξε την κλίση του στο τραγούδι και τη μουσική. Δώδεκα ετών αποκτά την πρώτη του λύρα για να εξελιχθεί πολύ γρήγορα σ΄ έναν από τους πλέον περιζήτητους σε γάμους, βαφτίσια και λοιπές κοινωνικές εκδηλώσεις, οργανοπαίχτες και τραγουδιστές της περιοχής του. Δεκαεπτά μόλις χρόνων δουλεύει στο Ηράκλειο, στο κέντρο “Κάστρο”.

Όπως ο ίδιος αφηγούνταν, στην αρχή τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα. « … Εις τα ορεινά χωριά της Κρήτης δεν ημπορούσε να εισχωρήσει αυτό που εισχώρησε στις πόλεις. Εκεί χόρευαν ταγκά, βαλς, ρούμπες, σάμπες και είμαστε υποχρεωμένοι εμείς να τα μαθαίνουμε αυτά τα τραγούδια, να τα παίζουμε στα πανηγύρια και στους γάμους, για να μπορούμε να ζήσουμε και ‘μεις, να βγάλουμε τα έξοδα μας και να τους κάνουμε σιγά-σιγά ν΄ αλλάξουνε και να αγαπήσουνε την κρητική μουσική».
Τέλη του 1958 έρχεται η πρώτη ηχογράφηση. Είναι το τραγούδι “Κρητικοπούλα μου” (“μια μαυροφόρα όταν περνά”). Λίγο νωρίτερα είχε παντρευτεί την Ουρανία Μελαμπιανάκη, κόρη ευκατάστατης οικογένειας του Ηρακλείου. Εγκαθίστανται στο Ηράκλειο και το 1960 έρχεται στον κόσμο το πρώτο τους παιδί, ο Γιώργος και έξι χρόνια μετά το δεύτερο, η Ρηνιώ.

Το 1966, βγαίνοντας για πρώτη φορά από την Ελλάδα, συμμετέχει στο πασίγνωστο φολκλορικό φεστιβάλ στο Σαν Ρέμο και παίρνει το πρώτο βραβείο. Το 1967 ανοίγει στο Ηράκλειο το πρώτο κρητικό κέντρο, τον “Ερωτόκριτο”. Το Φεβρουάριο του 1969 ηχογραφεί την ανοιχτή “Ανυφαντού”, ένα τραγούδι που “σπάει ταμεία”. Ακολουθούν εμφανίσεις στην Αθήνα, στο κέντρο “Κονάκι” και το Σεπτέμβριο εγκαθιστάται μόνιμα στην πρωτεύουσα.

Ένας άνθρωπος που ξέρει να κρίνει καλά τα ταλέντα, ο σκηνοθέτης Ερρίκος Θαλασσινός, μιλάει γι΄ αυτόν στον συνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλο. Το καλοκαίρι του 1970 ο διευθυντής της COLUMBIA Τάκης Λαμπρόπουλος κατεβαίνει μαζί του στ΄ Ανώγεια, γίνονται κουμπάροι και ξεκινούν μια συνεργασία σε νέα πλαίσια. Η αρχή είχε γίνει και το ποτάμι δεν γύριζε πίσω. Η κρητική παραδοσιακή μουσική θα αποκτούσε μια δυναμική που ποτέ δεν είχε στο παρελθόν, όσο μεγάλοι κι αν ήταν οι καλλιτέχνες, οι τραγουδιστές και οι οργανοπαίχτες που την υπηρέτησαν.

Με τον Γιάννη Μαρκόπουλο συνεργάζονται για πρώτη φορά στο “Χρονικό”, ενώ το Μάιο του 1971 ξεκινούν κοινές εμφανίσεις στην μπουάτ “Λήδρα” στην Πλάκα. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας η φωνή του Ξυλούρη γίνεται σημαία αντίστασης. “Πότε θα κάνει ξαστεριά” ,”Αγρίμια κι αγριμάκια μου”… πόσοι από εμάς δεν τα τραγουδήσαμε, πόσοι από εμάς δεν στηρίξαμε την κρυφή δημοκρατική μας ελπίδα σε αυτούς τους στίχους. Ακολουθούν συνεργασίες με τον Σταύρο Ξαρχάκο και τον Χρήστο Λεοντή, ενώ το καλοκαίρι του 1973 τραγουδά σε μια παράσταση που ανεβάζουν η Τζένη Καρέζη και ο Κώστας Καζάκος στο θέατρο “Αθήναιον” με θέμα την ιστορική διαδρομή της Ελλάδας στα νεότερα χρόνια, “Το μεγάλο μας τσίρκο”.

Από τη “Λήδρα” στην “Αρχόντισσα” και στην “Αποσπερίδα”. Ξανά στη “Ληδρα”, μετά στο “Κύτταρο” και στο “Θεμέλιο”. Εξι μελωδικού σταθμοί μέχρι το 1979. Μετά τη μεταπολίτευση ηχογραφεί τα “Αντιπολεμικά” τραγούδια του Λίνου Κόκοτου και του Δημήτρη Χριστοδούλου και ορισμένα μελοποιημένα από τον Ηλία Ανδριόπουλου ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη. Με τον “Αργαλειό”, το “Φιλεντέμ”, τον “Πραματευτή” αλλά και το “Μεσοπέλαγα αρμενίζω” η φωνή του Νίκου μας κάνει το γύρο του κόσμου.

Είναι όμως η τελευταία φορά που ακούγεται. Η μόνη μάχη που έχασε ήταν αυτή με την επάρατη νόσο, όταν άφησε για πάντα τα εγκόσμια την Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου του 1980, σε ηλικία μόλις 44 χρονών. Είχε πολλά να δώσει ακόμα και ίσως ο Θεός, που τόσο αγαπούσε ο Νίκος, να έκανε λάθος. Η ψυχή του και η φωνή του όμως παραμένει ζωντανή στις ψυχές των Κρητών σε ολόκληρο τον κόσμο που τον σιγοτραγουδούν ακόμη και σήμερα, κρατώντας άσβηστη την φλόγα της κρητικής λεβεντιάς. Κι όμως, ο Ξυλούρης είχε προφητέψει ακόμη και το θάνατό του …

Μια μέρα μια Παρασκευή,θα πέσω να πεθάνω
και μια Λαμπρή θ αναστηθώ,από το χώμα απάνω.

ΤΟ ΜΟΥΣΙΚΟ, ΠΟΛΙΤΙΚΟ & ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΞΥΛΟΥΡΗ

Ρενάτα Δαλιανούδη
Δρ Εθνομουσικολογίας Παν/μίου Αθηνών, Παραγωγός Ε.ΡΑ.-Συγγραφέας

Σκοπός του άρθρου αυτού δεν είναι η αποτίμηση της καλλιτεχνικής δραστηριότητας του Νίκου Ξυλούρη, αλλά μια προσπάθεια παρουσίασης των σημαντικότερων γεγονότων στη μουσική του πορεία, που σηματοδότησαν μια συγκεκριμένη εποχή τόσο σε μουσικό όσο και σε πολιτικο-κοινωνικό επίπεδο, μέσα από μια εθνολογική, κοινωνιολογική και μουσικολογική προσέγγιση του Νίκου Ξυλούρη ως καλλιτέχνη.
Ο Ν.Ξ. γεννημένος στα Ανώγεια του Ν. Ρεθύμνης στις 7 Ιουλίου του 1936, ξεκίνησε παίζοντας μαντολίνο, ενώ μόλις άκουσε τον Λεωνίδα Κλάδο, έναν φημισμένο λυράρη της εποχής, θέλησε να διδαχθεί απ αυτόν τα μυστικά της τέχνης της λύρας και να μιμηθεί όπως είθισται να λένε οι βιωματικοί παραδοσιακοί μουσικοί της Κρήτης- την τεχνική των παλαιότερων, για να γίνει κι εκείνος άξιος μουσικός.

Το 1953, σε ηλικία 16 ετών, έχοντας σταματήσει το σχολείο, ο Ν.Ξ. εγκαθίσταται στο Ηράκλειο, και δουλεύοντας στο κέντρο «Κάστρο», ο νεαρός τραγουδιστής και λυράρης, αντιμετωπίζει μιαν άλλη πραγματικότητα: οι ντόπιοι αστοί διασκεδάζουν περισσότερο με ευρωπαϊκούς κι αμερικάνικους χορούς, παρά με τους τοπικούς της Κρήτης. Έτσι, ο νεαρός Ν.Ξ. αναγκάζεται να μάθει και το ξένο ρεπερτόριο, αφενός για να βγάλει τα προς το ζην, αφετέρου για να του δοθεί η ευκαιρία, ανάμεσα στις ρούμπες, τα βαλς & τα τανγκό να συμπεριλάβει και τ αγαπημένα του παραδοσιακά κρητικά τραγούδια, όπως ο ίδιος ομολογεί σε αρκετές συνεντεύξεις του. Σε μια, μάλιστα, από αυτές, το 1974, η αναφορά του στο παρελθόν, όταν ακόμα ήταν στην Κρήτη κι έπαιζε ως λυράρης στα σχόλια και τις γιορτές, δείχνει ότι αναπολεί τις πιο ανθρώπινες συνθήκες εργασίας, όχι με την έννοια της σωματικής κόπωσης (γιατί παλαιότερα ένα γλέντι κρατούσε 3 και 4 μέρες), αλλά με την έννοια της δυνατότητας επιλογής για το πότε και πού θα δουλέψει.

Τον Μάιο του 1958, ο Ν.Ξ. κλέβεται με την αγαπημένη του Ουρανία Μπελαμπιανάκη -συνηθισμένο φαινόμενο για τα παλληκάρια της Κρήτης- με την οποία θ’ αποκτήσουν αργότερα τον Γιώργη και τη Ρηνιώ. Την ίδια χρονιά, το 1958, έρχεται και η 1η δισκογραφική επιτυχία του Ν.Ξ. με τον δίσκο «Μια μαυροφόρα που περνά» ή «Κρητικοπούλα». Επιτυχία όχι μόνο εμπορική αλλά και καλλιτεχνική. Από κει και μετά και για αρκετά χρόνια, ο Ν.Ξ. ξεκινά μια σειρά ηχογραφήσεων κρητικών τραγουδιών σε δίσκους 45 στροφών. Παράλληλα, τη δεκαετία του ’60, το μουσικό στέκι «Καμαράκι» του Ηρακλείου λειτουργεί και ως κέντρο «εκπαίδευσης»[2] γιατί οι νεότεροι (ανάμεσά τους οι: Νίκος, Αντώνης και Γιάννης Ξυλούρης, Βασίλης Σκουλάς, Στέλιος Αεράκης, Δερμιτζογιάννης) έχουν την ευκαιρία ν’ ακούσουν τους παλαιότερους καλλιτέχνες (κυρίως τους: Σκορδαλό και Μουντάκη) να παίζουν για το κέφι της παρέας τους, όταν το καφενείο αδειάζει και μένουν οι πιο μερακλήδες… Κι όταν κλείνει το καφενείο, η παρέα των Ανωγειανών παίρνει τους δρόμους τραγουδώντας καντάδες και εξαπλώνοντας με αυτόν τον τρόπο και στο νομό Ηρακλείου το χρώμα της ανωγειανής μουσικής

Ένα χρώμα, με το οποίο συνδέεται έντονα η ερμηνεία του Ν.Ξ…. Χαρακτηριστικά παραδείγματα της ανωγειανής ερμηνείας του Ν.Ξ. είναι δύο ερωτικά τραγούδια: «ο αργαλειός» και «το ξεροστεριανό νερό». Παρότι «ο αργαλειός» θεωρείται παλιό κρητικό τραγούδι, παρατηρεί κανείς ότι δεν έχει κρητικό ρυθμό, αλλά παίζεται στον πιο χαρακτηριστικό ρυθμό της ευρύτερης δημοτικής μας παράδοσης: τον καλαματιανό. Και μάλιστα όχι με τα χαρακτηριστικά κρητικά όργανα, όπως τη λύρα, το βιολί και το λαγούτο, αλλά με «σαντουρόβιολα», τα οποία χρησιμοποιούνταν κατ’ εξοχήν για την απόδοση της ελληνικής δημοτικής μουσικής στα νησιά του Αιγαίου και τα παράλια της Μ. Ασίας. Το γεγονός αυτό δείχνει αφενός το δανεισμό και την αφομοίωση ρυθμικών, μελωδικών και ενορχηστρωτικών στοιχείων από την ευρύτερη ελληνική παράδοση σε επιμέρους τοπικές παραδόσεις (κάτι που αποδεικνύει τελικά την άλλη όψη μιας ενιαίας ελληνικής μουσικής παράδοσης), αφετέρου την άνεση του Ν.Ξ. ως καλλιτέχνη, να υιοθετεί και να ερμηνεύει και άλλες μουσικές «ντοπιολαλιές», πέραν της κρητικής. Το «ξεροστεριανό νερό» είναι ένας κρητικός σκοπός στο ρυθμό του συρτού, με ερωτικές μαντινάδες (ερωτικά δίστιχα), όπου εκεί ακούμε την τυπική ρεθυμνιώτικη ζυγιά, ήτοι τη λύρα και το λαγούτο να συνοδεύουν το τραγούδι του Ν.Ξ.

Το 1966, στο διαγωνισμό δημοτικής μουσικής στο Σαν Ρέμο της Ιταλίας, ο Ν.Ξ. κερδίζει το 1ο βραβείο και μαζί μ’ αυτό τις καρδιές όλων των Ελλήνων. Ο δρόμος για την μετέπειτα ανοδική πορεία του Ν.Ξ. ήδη έχει ανοίξει. Ξεκινά να δουλεύει (ως πριμαδόρος στη λύρα και το τραγούδι και τους Γιάννη Ξυλούρη, Γιάννη Σταυρακάκη και Στέλιο Αεράκη ως πασαδόρους[3]) στο οικογενειακό κέντρο κρητικής μουσικής «Ερωτόκριτος», στο Ηράκλειο, με εξαιρετική επιτυχία, η οποία επιφέρει δύο θετικές συνέπειες: α) Μια κοινωνική, η οποία αναγνωρίζεται στο γεγονός ότι τονώνεται όλο και περισσότερο το αίσθημα της εντοπιότητας: ο Ν.Ξ. ως σύμβολο πλέον της κρητικής παράδοσης, γίνεται πόλος έλξης για όλους τους Κρήτες, οι οποίοι κουβαλώντας μέσα τους το μεράκι και το χρώμα της ιδιαίτερης γενέτειράς τους, επιθυμούν να το αναπαράγουν, και μέσα από αυτό να εκφραστούν στο νέο τόπο διαμονής τους, δηλ. στην πόλη του Ηρακλείου. β) Η άλλη θετική συνέπεια αφορά τη μουσική και αναγνωρίζεται στο γεγονός ότι με αυτήν την τάση αναζωπυρώνεται η κρητική μουσική παράδοση και από συμπληρωματικός θα γίνει ο κύριος πλέον τρόπος διασκέδασης….

Το 1969 ο Ν.Ξ. ηχογραφεί με τη στεντόρεια φωνή του και τη μελίφθογγη λύρα του την «Ανυφαντού», ένα τραγούδι που συνδυάζει μελωδικά στοιχεία κοντυλιάς και ρυθμικά στοιχεία σούστας και πηδηχτού, και του οποίου, η απήχηση γίνεται η αφορμή να προταθεί στον Ν.Ξ. από τον τότε διευθυντή της Κολούμπια, Τάκη Λαμπρόπουλο, να περάσει από το κρητικό στο έντεχνο λαϊκό τραγούδι.[4] Την ίδια εποχή, το 1969, ο Ν.Ξ. γνωρίζεται με τον σκηνοθέτη Ερρίκο Θαλασσινό και με τον συνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλο. Είναι η εποχή, στα πρώτα χρόνια της δικτατορίας, όπου το κοινωνικό κίνημα «επιστροφή στις ρίζες», βρίσκει στις δημιουργίες πολλών λόγιων συνθετών, όπως των: Γιάννη Μαρκόπουλου, Μίκη Θεοδωράκη, Μάνου Χατζιδάκι, Χρήστου Λεοντή, Ηλία Ανδριόπουλου, τη μουσική του αντιπροσώπευση. Αλλά και λογοτέχνες, όπως ο Γιώργος Σεφέρης, ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Γιάννης Ρίτσος, ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, ο Νίκος Γκάτσος, συνδυάζουν το λόγιο με το παραδοσιακό στοιχείο. Οι μεν μουσικοί εμπνέονται από τους δημοτικούς ρυθμούς και τις παραδοσιακές μελωδίες, τις οποίες ντύνουν με παραδοσιακά όργανα, συνδυαζόμενα όμως και με όργανα δυτικής ορχήστρας. Οι δε λογοτέχνες (ποιητές, πεζογράφοι, δοκιμιογράφοι) αντλούν θέματα και λέξεις από τη λαϊκή θυμοσοφία και την καθημερινή ζωή και τα εκφράζουν με έναν εκλεπτυσμένο λόγιο τρόπο. Έτσι και στη μουσική, το πιάνο (που είναι κατεξοχήν λόγιο όργανο) συνυπάρχει με τη λύρα και το λαγούτο (όργανα συνδεδεμένα με την παράδοση), επενδύοντας επώνυμη ποίηση με λαϊκές, όμως, ρίζες.

Το τραγούδι «μπήκαν στην πόλη οι οχτροί» (οι στίχοι του οποίου λειτουργούν συμβολικά), που ερμηνεύτηκε από τον Ν.Ξ. κι ακούστηκε πολύ την εποχή της 7ετίας (ιδωμένο πλέον ως πολιτικό τραγούδι), είναι ενοργανωμένο με βιολί, λαγούτα, σαντούρι και τύμπανα (παράδειγμα της νέας τάσης συνδυασμού των οργάνων, χαρακτηριστικό της έντεχνης λαϊκής δημιουργίας). Ο Ν.Ξ. με την βυζαντινή χροιά της φωνής του, την ανάλαφρη κρητική προφορά του και την παραδοσιακότητα της λύρας του γίνεται το σύμβολο του πολιτικού τραγουδιού και κυρίως του παραδοσιακοφανούς έντεχνου λαϊκού τραγουδιού, το οποίο είναι αποδεκτό από όλες τις κοινωνικές ομάδες, αφού λειτουργεί διττά: 1ον ως μέσο λαϊκής ψυχαγωγίας και συναισθηματικής εκτόνωσης και 2ον ως κοινή έκφραση πολιτικής αντίστασης. Η γενιά του Πολυτεχνείου, για την οποία τραγουδά ο Ν.Ξ., βλέπει στο πρόσωπο και στην -ανανεωμένη μέσα από τις ίδιες της τις ρίζες- μουσική που τραγουδά, την ανατροπή, την ελπίδα και την αναγέννηση της ίδιας τους της γενιάς…..της ίδιας τους της μοίρας….

Τη δεκαετία του 70, η «ορειχάλκινη και καμπανιστή φωνή»- όπως τη χαρακτήρισαν ο Εθνομουσικολόγος Φοίβος Ανωγειανάκης και ο Μουσικοκριτικός Γιώργος Λεωτσάκος-[5] του κρητικού τροβαδούρου δεν είναι μόνο ταυτόσημη με την κρητική μουσική αλλά και με ένα νέο για την εποχή είδος μουσικής: την έντεχνη λαϊκή μουσική επώνυμων δημιουργών. Πιο συγκεκριμένα: η δισκογραφική συνεργασία του Ν.Ξ. με τον Γιάννη Μαρκόπουλο ξεκινά το 1970 με τον κύκλο τραγουδιών Χρονικό, σε στίχους Κ.Χ. Μύρη, όπου ανήκουν και τα πολύ γνωστά τραγούδια «1922 – στους χρόνους της καταστροφής», «1950 – καφενείον η Ελλάς». Οι διασκευές που κάνει το 1971 ο Γιάννης Μαρκόπουλος στα κρητικά Ριζίτικα (βραβευμένος δίσκος από την Ακαδημία Σαρλ Κρος της Γαλλίας), ανάμεσα στα οποία το «πότε θα κάμει ξαστεριά», «αγρίμια και αγριμάκια μου», «μάνα κι να έρθουν οι φίλοι μου», είναι ένα χαρακτηριστικό δείγμα της ανανεωτικής τάσης της μουσικής μέσα από την ίδια την παράδοση. Παράλληλα, τον Μάιο του 1971 ο Ν.Ξ. και ο Γιάννης Μαρκόπουλος εμφανίζονται από κοινού στην μπουάτ «Λήδρα», στην Πλάκα, με τεράστια εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία.

Η δισκογραφική συνεργασία του Ν.Ξ. με τον Γιάννη Μαρκόπουλο συνεχίζεται το 1972 με την ηχογράφηση του κύκλου τραγουδιών Ιθαγένεια, επίσης σε στίχους Κ.Χ. Μύρη, ενώ το 1973 δισκογραφείται ο κύκλος τραγουδιών Στρατής Θαλασσινός, σε ποίηση Γιώργου Σεφέρη. Όλοι αυτοί οι δίσκοι δίνουν μια νέα πνοή στην παράδοση, αφού εκτός από τον παραδοσιακό στίχο συνδυάζουν παραδοσιακά όργανα μαζί με συμφωνικά, τα οποία συνοδεύουν τη λαϊκή φωνή του Ν.Ξ. Ταυτόχρονα οι δίσκοι αυτοί λειτουργούν ως έκφραση μιας νέας μουσικής κατάθεσης, αλλά και κοινωνικο-πολιτικής αντίστασης. Η νέα αυτή μουσική γλώσσα κι ερμηνεία αγκαλιάζεται με θέρμη όχι μόνο από το ευρύ κοινό αλλά και από ανθρώπους του πνεύματος, όπως τον αείμνηστο Γεώργιο Αμαργιανάκη, Καθηγητή Εθνομουσικολογίας, ο οποίος σ’ ένα άρθρο του,[6] αναφερόμενος στο πνευματικό και κοινωνικό κίνημα της δεκαετίας του ’70 «επιστροφή στις ρίζες», χαρακτηρίζει τους κύκλους τραγουδιών του Γιάννη Μαρκόπουλου Χρονικό, Ιθαγένεια και Ριζίτικα ως ατράνταχτη απόδειξη μιας «επαναστατικής» προόδου, βασισμένης σε παραδοσιακό υλικό, επεξεργασμένο με εξαιρετική ευαισθησία, με τέτοιο τρόπο που αποκαλύπτει τις –αδιάσπαστες από το χρόνο- αξίες του ελληνισμού. Στο ίδιο άρθρο του ο Γ. Αμαργιανάκης γράφει ότι η ώριμη φωνή του Ν.Ξ. συμβάλλει πολύ στην ανάδειξη των εμπνευσμένων από την παράδοση στίχων του Κ.Χ. Μύρη.

Η πιο ιστορική, όμως, συνεργασία του Ν.Ξ. την εποχή εκείνη, είναι η καίρια συμμετοχή του στο μουσικο-θεατρικό δρώμενο Το μεγάλο μας τσίρκο, που ανεβαίνει με εξαιρετική επιτυχία το 1973, πριν και μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, σε μουσική Σταύρου Ξαρχάκου και στίχους Ιάκωβου Καμπανέλλη.[7] Πρόκειται για μια σάτιρα της ελληνικής πολιτικής ιστορίας, που ξεκινά από το Βυζάντιο, περνά από την επανάσταση του 21, από τα κατοπινά χρόνια του Όθωνα και φτάνει μέχρι τις μέρες εκείνες, μέσα σε μια λαϊκή θεατρική φόρμα με στοιχεία επιθεώρησης και μπρεχτικού θεάτρου. Η επικολυρική μουσική του Σταύρου Ξαρχάκου, στην οποία συναντώνται η παραδοσιακή με τη λαϊκή μουσική και το παραδοσιακοφανές με το πολιτικό τραγούδι, βρίσκει ιδανικό εκφραστή τον -παραδοσιακό από πλευράς πολιτισμικής καταγωγής και λαϊκό από πλευράς απήχησης- Ν.Ξ..

Τα μεταπολιτευτικά χρόνια, ο Ν.Ξ. συνεχίζει αφενός τις εμφανίσεις του σε γνωστές μπουάτ της Αθήνας, αφετέρου τις δισκογραφικές του συνεργασίες και με άλλους επώνυμους δημιουργούς της εποχής, οι οποίοι προβάλλουν επίσης την πνευματική τους αντίσταση και την επιδίωξή τους για καινοτομία μέσα από την τέχνη τους. Με τον Σταύρο Ξαρχάκο ηχογραφεί τους δίσκους Διόνυσε, καλοκαίρι μας και Συλλογή (1974), όπου περιλαμβάνονται τα υπέροχα τραγούδια: «γεια σου χαρά σου Βενετιά», στον εύχαρη ρυθμό του καρσιλαμά, «παλικάρι στα Σφακιά» (και τα δύο σε στίχους Νίκου Γκάτσου) και το «ήτανε μια φορά μάτια μου», στον παραδοσιακό ρυθμό του τσάμικου (σε στίχους Κώστα Φέρρη). Με τον Χριστόδουλο Χάλαρη ηχογραφεί τον κύκλο τραγουδιών Τροπικός της Παρθένου & Ακολουθία και με τους Λίνο Κόκοτο και Δημήτρη Χριστοδούλου τα Αντιπολεμικά τραγούδια.

Είναι η εποχή που μετά την εκτόνωση των πολιτικών γεγονότων, την αποκατάσταση της δημοκρατίας, επομένως και την ύφεση της πολιτικής αντίστασης, η έντεχνη λαϊκή μουσική αρχίζει να έχει μια πιο ανεξάρτητη από πολιτικό περιεχόμενο κατεύθυνση. Πολλοί συνθέτες μελοποιούν γνωστούς Έλληνες ποιητές, φτιάχνοντας μουσικές κατ’ ουσίαν λόγιες, που έχουν όμως ευρεία λαϊκή απήχηση. Χαρακτηριστικά τέτοια παραδείγματα, ο κύκλος τραγουδιών του Χρήστου Λεοντή Καπνισμένο τσουκάλι (1975) σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου, ο «Κύκλος Σεφέρη» με ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη μελοποιημένα από τον Ηλία Ανδριόπουλο, «οι ελεύθεροι πολιορκημένοι» σε ποίηση Διονύσιου Σολωμού και μουσική Γιάννη Μαρκόπουλου, ο κύκλος τραγουδιών Σάλπισμα, σε μουσική Λουκά Θάνου (απ’ όπου και η πάντα επίκαιρη «μπαλάντα του κυρ-Μέντιου»), σε ποίηση Κώστα Βάρναλη.

Από τα μέσα της δεκαετίας του ’70, ο Ψαρονίκος (όπως είναι το παρανόμι του Ν.Ξ. στην Κρήτη), που ποτέ δεν έχασε και δεν ξέχασε την κρητική του ταυτότητα και συνείδηση, επανέρχεται στα παραδοσιακά τραγούδια της πατρίδας του («Φιλεντέμ», «πραματευτής», «μεσοπέλαγα αρμενίζω»), αναζωπυρώνοντας έτσι και πάλι το ενδιαφέρον των απανταχού οπαδών του για την κρητική μουσική παράδοση. Μαζί, όμως με τα παραδοσιακά κρητικά τραγούδια, κάνει μια στροφή και προς το αμιγώς λαϊκό τραγούδι: το 1976 στο δίσκο Ερωτικά, ο Ν.Ξ. –μαζί με τα κρητικά – ερμηνεύει και τραγούδια του Στέλιου Βαμβακάρη. Η γάργαρη φωνή του με τον βυζαντινό απόηχο που φέρει μέσα της, ταιριάζει απόλυτα και μ’ αυτό το είδος μουσικής.

Στον κρητικό τροβαδούρο που φεύγει στις 8 Φεβρουαρίου του 1980, όλοι αναγνώριζαν ένα σπάνιο ήθος, μια αθώα ψυχή και μια ακτινοβολία που μαγνήτιζε τους πάντες. Αξίζει ν’ αναφερθούν τα σχόλια τριών σημαντικών καλλιτεχνών, από διαφορετικούς χώρους, για την απώλεια του συναδέλφου και φίλου τους Ν.Ξ.: αυτό της τραγουδίστριας Βίκυς Μοσχολιού ότι: «Το τραγούδι του Ν.Ξ. είναι βαθειά ριζωμένο στην ψυχή του ελληνικού λαού. Δε νομίζω ότι ο Ν.Ξ. έφυγε. Θα ζει αιώνια στις επερχόμενες γενιές…», του ηθοποιού Μάνου Κατράκη, ο οποίος είπε: «Όταν μιλάει κανείς για τον Ν.Ξ., δεν μπορεί να μη θυμηθεί το χαμόγελο και τη μεγάλη του καρδιά. Είχε μια απλή λεβεντιά που δύσκολα πια συναντάς. Δίκαια οι Κρητικοί ένοιωθαν περήφανοι γι’ αυτόν» και του λυράρη Κώστα Μουντάκη, ο οποίος είπε ότι: «Ο Ν.Ξ. ετηρούσε όλη τη λεβεντιά της Κρήτης. Τον εκαμάρωνα πάρα πολύ. [….] Είχε ανδροπρέπεια….κρητική ψυχή!» Για τη δε κρητική λεβεντιά του, αυτή δεν κρυβόταν ούτε στην καθάρια φωνή του, ούτε στο όμορφο παρουσιαστικό του.

Δρ Ρενάτα Δαλιανούδη

Δισκογραφία

Μια μαυροφόρα που περνά (1958)
Ανυφαντού (1969)
Ο Ψαρονίκος (1970)
Μαντινάδες και χοροί (1970)
Χρονικό (1970)
Ριζίτικα (1971)
Διάλειμμα (1972)
Ιθαγένεια (1972)
Διόνυσε καλοκαίρι μας (1972)

Ο τροπικός της Παρθένου (1973)
Ο Ξυλούρης τραγουδά για την Κρήτη (1973)
Ο Στρατής Θαλασσινός ανάμεσα στους Αγάπανθους (1973)
Περήφανη ράτσα (1973)
Ακολουθία (1974)
Το μεγάλο μας τσίρκο (1974)
Παραστάσεις (1975)
Ανεξάρτητα (1975)

Κομέντια, η πάλη χωρικών και βασιλιάδων (1975)
Καπνισμένο τσουκάλι (1975)
Τα που θυμούμαι τραγουδώ (1975)
Κύκλος Σεφέρη (1976)
Ερωτόκριτος (1976)
Η συμφωνία της Γιάλτας και της πικρής αγάπης (1976)
Οι ελεύθεροι πολιορκημένοι (1977)
Τα ερωτικά (1977)
Τα Ξυλουρέικα (1978)

Τα αντιπολεμικά (1978)
Σάλπισμα (1978)
14 χρυσές επιτυχίες (1978)
Μετά Θάνατον Δισκογραφία
Τελευταία ώρα Κρήτη (1981)
Νίκος Ξυλούρης (1982)
Πάντερμη Κρήτη (1983)
Ο Δείπνος ο μυστικός (1984)

Σταύρος Ξαρχάκος:Θεατρικά (1985)
Ο Γιάννης Μαρκόπουλος στον ελληνικό κινηματογράφο (1988)
Η συναυλία στο Ηρώδειο 1976 (1990)
Το χρονικό του Νίκου Ξυλούρη (1996)
Νίκος Ξυλούρης (2000)
Η ψυχή της Κρήτης(2002)
Ήτανε μια φορά…(2005)
Του Χρόνου Τα Γυρίσματα (2005)
Μεγάλες Επιτυχίες
Αγρίμια κι αγριμάκια μου
Ακούς να λένε στα χωριά
Αυτό τον κόσμο
Βαρώντας γύρου ολόγυρα
Γεννήθηκα
Γεννήθηκα σε μια στιγμή
Δεν αγαπάς
Είδα τον παππούλη μου
Ερωτικό τραγούδι
Έχει ο χάρος σκαλωσιές
Ζαβαρακατρανέμια
Η μπαλάντα του κυρ Μέντιου
Ήταν ο τόπος μου
Ήτανε μια φορά
Ιδανικοί αυτόχειρες
Και να αδερφέ μου
Καλήν εσπέραν αφεντάδες
Κι αν έσβησε σαν ίσκιος
Κρήτη μου, όμορφο νησί.
Μάνα
Μητέρα μεγαλόψυχη
Μισεύεις αρχοντόπουλο
Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί
Ο καλόγερος
Ο μπροστάρης
Οι πόνοι της Παναγίας
Παλικάρι στα Σφακιά
Πάνω στ’ άργυρό σκαμνί
Πειρασμός
Πόσα χρόνια δίσεκτα
Πως να σωπάσω
Σαν τα καράβια
Στα μάτια και στο πρόσωπο
Στο καφενείον η Ελλάς
Στου Ψηλορείτη την κορφή.
Τ’ Ανάπλι
Τη μέρα της Πεντηκοστής
Την καρδιά σου
Τις νύχτες
Το άγαλμα της ελευθερίας
Το ξεροστεριανό νερό
Το σκοινί
Το τραγούδι της γκιλοτίνας
Του θάνατου παράγγειλα
Τούτες τις μέρες
Φιλεντέμ
Φίλοι κι αδέλφια
Φύσα αεράκι
Χίλια μύρια κύματα
Χρόνια και χρόνια στο τροχό
Χρώματα και αρώματα

Τη μάνα μου την αγαπώ.γιατί πονεί για μένα
Μα όχι αγάπη μου,γλυκιά όσο αγαπώ εσένα

Μα εγώ μικρή μου σ αγαπώ,μα συ δεν το κατέχεις
Να θελα να σου το πει κανείς,φίλο θελα τον έχεις

Επήρα πάλι το Μαριώ ,πέντε – έξι χουβαρντάδες
και πάνε να γλεντήσουνε,στους κάτω Μαχαλάδες

Είπα σου μη μπερδεύεσαι ,στης ζώνης μου τα κρούσα
γιατί θα σύρεις βάσανα,ως σαν την Αρετούσα

Χωρίς να κάνω έγκλημα,και δίχως να σου παίξω
έκλεισες σκύλα την καρδιά,και μ αφησες απ’ έξω

Ως έχει μια κουτσουρολιά ,εφύσηξε ο νους της
και δεν ανεμαζώνεται,στο σπίτι του κυρού της

Ως έχει μια κουτσουρολιά ,ξανοίγει να με κάψει
καισυ ουρανέ μην το δεχτείς,και γη μην το βαστάξεις

Ένας καλός παλιός ψαράς,με μάθε να ψαρεύω
και μου πε στα ρηχά νερά,ψαριά να μη γυρεύω

Σαν είναι ο κυνηγός καλός,τ άρματα ήντα τα θέλει
αφού οι πιο πολλοί λαγοί,πιάνονται με το τέλι

Ανάθεμα τόνε το νιο ,που θα παρακαλέσει
από δυο φορές προξενητή,στην κοπελιά να πέψει

τρακόσες αγαπητικιές,να κάνει ο νιος το χρόνο,
και μια να κάνει η κοπελιά ,είναι ντροπή στο κόσμο.

στον άντρα δεν είναι εντροπή,αν αγαπά και δέκα
ντροπή είναι όμως να αγαπά,δυο άντρες μια γυναίκα.

Γυναίκας μη θαρρεύεσαι ,και λίγος είναι ο νους της
σαν τόνε δει τον όμορφο ,]ξελησμονά του αντρού της.

είναι γυναίκα που βαστά,παλικαριού ταμπιέτι
και κατά που ναι ο άνθρωπος ,του κάνει το ραέτι.

πολλά λογιάζω να σου πω,μα σα σε δω τα χάνω
από την αγάπη την πολλή ,άλλη κουβέντα πιάνω

Αναγυρίζω το στενό ,και πάω από άλλο τόπο
να μη σε βάλω αγάπη μου,στις γλώσσες των ανθρώπων

Σα θες εσύ να σ αγαπώ,κρυφά από τσι γειτόνους
βάλε μηλιά στην πόρτα σου,να χώνομαι τσι κλώνους

Στην γειτονιά που κάθεσαι,είναι οι όμορφες κοντά σου
μα συ σαι το χρυσό δεντρί ,κι άλλες τα κλαδιά σου

Πρόβαλλε στο παράθυρο,να δω το πρόσωπο σου
να δροσερέψω να γενώ ,σαν το βασιλικό σου

Αρισμαροβιτσόβεργα και ,διαμαντένια πέτρα
πως να θελα ανταμώσουμε ,το μάτι μου εξεπέτα

Πάλι καυγά εβάλανε ,τα γιασεμιά κι οι κρίνοι
γιατί μυρίζουνε αυτά ,και όμορφοι είναι εκείνοι

Είναι λουλούδια που περνούν ,στην μυρωδιά τον Κρίνο
μα η ομορφιά του είναι αφορμή,και προτιμούν εκείνο

Πάντα καθίζω σα σε δω,για δε μπορώ να στέκω
φως μου το γιαντιλίκι σου ,και πως να το παλέψω

Να σε φιλήσω θέλω εγώ,πο κάτω στο πηγούνι
εκεί που παίζει και χτυπά ,του τράγου το κουδούνι

Να πας να βρεις ένα παπά,μεγάλο ξομολόγο
και πες του πως μ αρνήθηκες ,χωρίς κανένα λόγο

Εκομποδέσαν οι κλωστές ,μπερδέψανε στο χτένι
και αρρώστησε η Ανυφαντού,να λύνει και να δένει

Αρρώστησε η Ανυφαντού,και μπλιό της δεν ξυφαίνει
εκομποδέσαν οι κλωστές,και σπάσανε το χτένι

Το ξηροστεριανό νερό ,λένε πως έχει αβδέλλες
μα κείνο το μαριόλυκο ,βγάζει όμορφες κοπέλες

Για πες μου ποιός σου τα μπλέξε ,τα φρύδια σου γαϊτάνι
να δώσω γω τα πλεχτικά,να τα χομε ομάδι

Η μάνα σου λέει το ναι,και ο αδερφός σου το όχι
τάξε πως θα μοιράσομε,στ αγάκου το μετόχι

Εγώ μαι του μπαξέ πουλί ,και σε εξοχές δεν κάνω
θέλω να χτίζω την φωλιά,στις ροδαρές απάνω

Η κάθε βιόλα στον μπαξέ ,έχει την ομορφιά της
μα σαν την κόψεις χάνεται,κι αυτή κι η μυρωδιά της

Πάντοτε μια φτωχή καρδιά,την εχτυπούν οι πόνοι
στο μονοπάτι της ζωής,οπού βαδίζει μόνη

Δεν κλαίνε οι δυνατές καρδιές,η μοίρα όταν τη φέρνει
γιατί πιστεύουνε καιρό,πως κάθε πόνος γιαίνει

Ζήσω πεθάνω στην ζωή ,εσύ χεις την ευθύνη
γιατί χαρά δεν μου δωσες ,που κάθε αγάπη δίνει

Λίγες ελπίδες μου έδωσες ,και βάσανα μεγάλα
πες μου το πως δε μ αγαπάς,κι ας υποφέρω κι αλλά

Διώχνει μακριά το στεναγμό,το βλέμμα το δικό σου
και ελπίδα δίνει στην καρδιά,κάθε χαμόγελο σου

Ζαμάνια το χα να σε δω ,καιρούς να σ ανταμώσω
κι αγρίεψες μου σα πούλι,και πως να σε μερώσω

Εμπήκα μέσα στο μπαξέ ,μα δεν μπορώ να διαλέξω
την βιόλα την καλύτερη ,να κόψω να μισέψω

Λεμονιά μου ..πες μου το ποιος σε πότιζε,τόσο καιρό που λείπω
γιατί και εγώ δεν πάτησα ,ποτέ σε ξένο κήπο

Οψές στ αγιάζι πότιζες ,τις βιόλες του σοχόρου
ήσουνα και κουκουβιστή,θαρρείς πως δεν σε θώρου

Λεμονιά όντε θα δεις ντελικανή ,χαρά την έχεις κόρη
σαν το κοπέλι απού θα βρει,την πουλιτσά στα όρη

Καλιά να σκοτωθεί κανείς ,να πάρει μια τρομάρα
παρά να πάρει άσκημη,να ‘χει η καρδιά του λαύρα

Απόψε μουσαφίρης σου,κι οτι κι αν θες με κάνε
μπεϊζαντές θα μου φανεί,αν θέσω γω και χάμε

Ανάθεμα σε κοπελιά ,αν δεν σε μπαλοτάρω
να σε γεμίσω μπαλωθιές, κι ύστερα να σε πάρω

Ανάθεμα τη μάνα σου ,και με την εδική μου
που κάμανε τη συντεκνιά ,κι είσαι συναδερφή μου

Στο ρίζωμα του χαρακιού,κάνει ασκιανό να κάτσω
να θέσω ν’ αποκοιμηθώ ,τσ αγάπης να ξεχάσω

Σ αγάπησα μα ο,τι παθα ,καλά καλά μου βγαίνει
κατέχω το πως η πληγή ,τσ αγάπης πως δεν γιαίνει

Σύννεφα πάρτε με μακριά ,στης θάλασσας τα βάθη
και το δικό μου το χαμό,κανένας μην το μάθει

Σύννεφα φέρετε βροχή,κι αστροπελέκια νύχτα
και τα δικά μου δάκρυα ,μέσα στην μπόρα πνίχτα

Ποτέ στη φιλενάδα σου,μην πεις το μυστικό σου
φίλη στη φίλη θα το πει ,κι είναι κακό δικό σου

Μικρή μου η φιλενάδα σου,είναι πρωτύτερη σου
ζηλεύει κι αγαπά τόνε ,η τον ντελικανή σου

Μια πέρδικα συχνοτσιμπά,τσι βιόλες του μπαξέ μου
στο πάτημα την έβλεπα.και έπαιξε κι έφυγε μου

Όποτα θέλω πέρδικα ,μπορώ να σε σκοτώσω
μόνο σ αφήνω και πετάς,ίσως και σε μερώσω

Ακ κλούθα μου τσι πέρδικες,να μάθεις να ξαμώνεις
γιατί είσαι ακόμα ατζαμής ,και πράμα δε σκοτώνεις

θα σου κλουθώ τσι πέρδικες ,να κάθομαι από πέρα
για να μετρώ τσι μπαλωθιές,που παίζεις στον αέρα

Μα γω χω να καλό τσιφτέ,και ένα καλό κουλούκι
κι όταν θα βγω εις τσι πέρδικες ,μου πέφτουνε μπουλούκι

Η κακομοίρα η μάνα μου,πάντα παράγγελνε μου
τση μαυρομάτας το στενό,μην το περνάς -ι-γιε μου

Ισόβια με δίκασαν ,μα τι έχεις να κερδίσεις
ένα κορμί απ τη ζωή ,παντοτινά θα σβήσεις

Τι μ ωφελεί αν σήμερα,εσύ έχεις μετανιώσει
αφού μου πήρες την καρδιά,του χάρου να την δώσεις

Ελέγξτε επίσης

“Μια Αγκαλιά Τραγούδια” – Γιώργος Γκερεδάκης κηποθέατρο “Μάνος Χατζιδάκις”

Ο Γιώργος Γκερεδάκης για ένα ακόμη καλοκαίρι σε μια καινούργια συναυλία θα μας ενώσει με …