Ο Γιώργος Βιτώρος γεννήθηκε στο Κυπαρίσσι Τεμένους του νομού Ηρακλείου το 1948.- Είναι απόφοιτος του Παντείου Πανεπιστημίου Κοινωνικών και Πολιτικών επιστημών.- Εργάστηκε ως διοικητικός υπάλληλος Ν.Π.Δ.Δ., πρώτα στο μαιευτήριο “ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ” της Αθήνας και αργότερα στο “ΒΕΝΙΖΕΛΕΙΟ” νοσοκομείο Ηρακλείου από το οποίο και συνταξιοδοτήθηκε μετά από 35 χρόνια υπηρεσίας.-
Την διετία 1975-1976 υπήρξε διευθυντής της εφημερίδας “ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΑΝΩΓΕΙΩΝ” αφού τα Ανώγεια είναι ο γενέθλιος τόπος του πατέρα του. – Το 1977 ίδρυσε την εφημερίδα “ΚΡΗΤΙΚΟΙ ΑΝΤΙΛΛΑΛΟΙ” την οποία διήυθυνε μέχρι το 1983.- Το 1984 ξεκίνησε στην ΕΡΑ 4 Ηρακλείου την επαφή του με τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα, με την εκπομπή “ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΜΑΣ ΤΑ ΣΟΡΔΙΝΑ”.
Η αγάπη που έδειξε ο κόσμος σε αυτήν την εκπομπή, γέννησε άλλες δύο το ίδιο επιτυχημένες. Την εκπομπή “ΠΟΙΑ ΜΑΝΤΙΝΑΔΑ ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ” και “ΚΡΗΤΗ ΜΟΥ ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ ΣΟΥ ΕΧΟΥΝ ΑΛΛΗ ΜΥΡΟΥΔΙΑ”. –
Θα ακολουθήσουν συνεργασίες 24 χρόνων με τους ραδιοφωνικούς σταθμούς:
ΕΡΑ Χανίων 1988-1989
ΡΑΔΙΟ ΚΡΗΤΗ 1990-1991
ΡΑΔΙΟ ΥΠΕΡΗΧΟΣ 1992-2001
ΡΑΔΙΟ ΡΙΖΙΤΕΣ στην ΚΙΣΣΑΜΟ 2002-2004
ΡΑΔΙΟ ΚΡΗΤΟΡΑΜΑ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ 2005-2006
ΡΑΔΙΟ ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ στο ΤΥΜΠΑΚΙ 2011-2012
ΡΑΔΙΟ ΦΑΡΟΣ ΧΑΝΙΩΝ 2013
Το 1984 κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο απο τις εκδόσεις “ΒΙΒΛΙΟΕΚΔΟΤΙΚΗ” με τίτλο “ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΜΑΣ ΤΑ ΣΟΡΔΙΝΑ”.- Το 1991 το δεύτερο βιβλίο απο τις εκδόσεις “ΛΑΒΥΡΙΝΘΟΣ” με τίτλο “ΚΙ Ο ΣΤΕΝΑΓΜΟΣ ΜΟΥ Σ’ΑΓΑΠΑ”.- Το 1999 το τρίτο βιβλίο απο τις εκδόσεις “ΚΑΛΕΝΤΗΣ” με τίτλο “ΧΑΡΑ ΣΕ ΚΕΙΝΟΝ ΠΟΥ ΓΕΛΑ ΜΕ ΤΑ ΠΑΘΗΜΑΤΑ ΤΟΥ”.- Το 2001 το τέταρτο βιβλίο, επίσης απο τον εκδοτικό οίκο “ΚΑΛΕΝΤΗΣ” με τίτλο “ΜΙΚΡΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΚΙ ΕΞΥΠΝΑ”.-
Μεγάλη επίσης, επιτυχία σημείωσαν και οι δίσκοι του με λαογραφικό περιεχόμενο.- Το 1987 και για μια τριετία υπήρξε διοικητικός διευθυντής του “ΒΕΝΙΖΕΛΕΙΟΥ-ΠΑΝΑΝΕΙΟΥ” γενικού νοσοκομείου Ηρακλείου.-
Το 1990 ξεκίνησε την επαφή του με την τηλεόραση, την οποία υπηρετεί αδιάλειπτα εδώ και 27 χρόνια. Οι εκπομπές του στην “ΚΡΗΤΗ TV” με τίτλο “ΚΡΗΤΗ ΜΟΥ ΟΜΟΡΦΟ ΝΗΣΙ” και “ΣΤΗ ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ” στάθηκαν απλησίαστες σε τηλεθέαση για τέσσερα περίπου χρόνια. –
Θα ακολουθήσει διετής συνεργασία με το “CRETA CHANNEL” όπου δύο εκπομπές του με τίτλο “ΜΙΚΡΟΦΩΝΟ ΣΤΟΥΣ ΑΝΤΙΣΤΑΡ” και “ΣΤΙΣ ΓΕΙΤΟΝΙΕΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ” σημειώνουν τεράστια επιτυχία.- Η εκ νέου συνεργασία του με την “ΚΡΗΤΗ TV” θα κρατήσει περίπου οκτώ χρόνια και οι εκπομπές “ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΝΗΣΙ” και “ΟΜΟΡΦΗ ΠΟΥ ‘ΝΑΙ Η ΚΡΗΤΗ” θα κυριαρχήσουν στο κρητικό τηλεοπτικό τοπίο.-
Το 2003 θα συνεργαστεί εκ νέου με το CRETA CHANNEL, με πέντε εκπομπές: – “ΠΕΣ ΤΣΗ ΖΗΛΙΑΡΑΣ ΣΟΥ ΚΑΡΔΙΑΣ” – “ΑΗΔΟΝΙΑ ΜΕΡΑΚΛΙΔΙΚΑ””ΚΙ Ο ΣΤΕΝΑΓΜΟΣ ΜΟΥ Σ` ΑΓΑΠΑ””ΚΡΗΤΩΝ ΕΡΓΑ” και- “ΜΙΚΡΑ ”ΤΣΗ ΚΡΗΤΗΣ ΚΙ ΕΞΥΠΝΑ”- Το 1991 οργάνωσε εκδρομή στη Μήλο για να γνωρίσουν οι Κρήτες το νησί που βοήθησε το λαό μας σε δύσκολους καιρούς και στα χώματα του οποίου είναι θαμμένη η μητέρα του Ελευθερίου Βενιζέλου και ο μικρότερος του αδελφός ο Αγαθοκλής που πέθανε δύο ώρες μετά τη Στυλιανή Βενιζέλου.
Τότε μπήκαν τα θεμέλια της αδελφοποίησης των Σφακίων με τον Αδάμαντα Μήλου, μια κωμόπολη η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων της οποίας, είναι Κρήτες.- Το 1992 το Δ.Σ του κέντρου ειδικών παιδιών “Ο ΑΓΙΟΣ ΣΠΥΡΙΔΩΝ” τίμησε το Γιώργο Βιτώρο με χρυσή πλακέτα για την προσφορά του.
Συγκεκριμένα με έρανο μέσω της τηλεοπτικής εκπομπής “ΚΡΗΤΗ ΜΟΥ ΟΜΟΡΦΟ ΝΗΣΙ” αγοράστηκε με την συνδρομή των τηλεθεατών ένα πούλμαν για να μεταφέρει στον Κρουσώνα όπου το κέντρο αποκατάστασης άλλα 80 επιπλέον παιδιά με νοητική υστέρηση.-
Το 1993 ο Όμιλος Βρακοφόρων τίμησε το Γιώργο Βιτώρο για την προσφορά του στην παράδοση στο κλειστό στάδιο “ΜΕΛΙΝΑ ΜΕΡΚΟΥΡΗ” στο Ρέθυμνο, μαζί με το Θανάση Σκορδαλό, Γιάννη Μαρκογιαννάκη, Παύλο Βαρδινογιάννη και τον τηλεοπτικό σταθμό “ΚΡΗΤΗ TV”.-
Το παράδειγμα του ομίλου Βρακοφόρων ακολούθησαν οι δήμοι:- ΧΑΝΙΩΝ – ΠΕΛΕΚΑΝΟΥ – ΚΙΣΣΑΜΟΥ – ΝΟΜΑΡΧΙΑΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΥ- Οι σύλλογοι ΚΡΗΤΩΝ:- “ΜΙΝΩΣ” ΝΕΑΣ ΥΟΡΚΗΣ – “ΟΜΟΝΟΙΑ” ΝΕΑΣ ΥΟΡΚΗΣ – ΠΑΓΚΡΗΤΙΑ ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ – ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΑ ΝΟΤΙΟΤΕΡΑΣ ΑΦΡΙΚΗΣ – “ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ” ΗΠΕΙΡΟΥ – “ΑΓΡΙΜΙΑ” ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ – “ΤΟ ΑΡΚΑΔΙ” ΣΑΝΤΟΡΙΝΗΣ – “Ο ΨΗΛΟΡΕΙΤΗΣ” ΠΑΡΟΥ – ΦΘΟΙΩΤΙΔΟΣ – ΡΟΔΟΥ – ΕΒΡΟΥ – ΣΑΛΑΜΙΝΑΣ-
Είναι επίσης μέλος της παγκρήτιας δημοσιογραφικής ένωσης ΠΑ.Δ.Ε. και η οποία τον έχει τιμήσει με τη χρυσή πένα.- Το 1994 επανέρχεται στη θέση του διοικητικού διευθυντή στο “ΒΕΝΙΖΕΛΕΙΟ” στην οποία και θα παραμείνει μέχρι το 2002 που θα μετακινηθεί στο νοσοκομείο Χανίων “Ο ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ” ως Αναπληρωτής Διοικητής.-
Το 1994 επίσης, θα λάβει μέρος στις εκλογές για τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ηρακλείου και θα εκλεγεί με ευκολία όπως θα εκλεγεί αργότερα ως δημοτικός σύμβουλος στο Δήμο Ηρακλείου.-
Το Φλεβάρη του 2005 θα εκλεγεί παμψηφεί ως πρόεδρος του Ενιαίου Συνδέσμου Διαχείρισης Απορριμμάτων Κρήτης (ΕΣΔΑΚ) και θα καταφέρει με τους συνεργάτες του στην εκτελεστική επιτροπή του ΕΣΔΑΚ:-Δημήτρη Αρχοντάκη Δήμαρχο Ρεθύμνης, -Αντώνη Γιαννακάκη Δήμαρχο Ακρωτηρίου, -Αριστείδη Σταυρακάκη Δήμαρχο Κουρητών, -Μανώλη Λαδωμένο Δήμαρχο Θραψανού, -Χαράλαμπο Πατρικαλάκη Αντιδήμαρχο Τυμπακίου, -Σήφη Τζανόπουλο Αντιδήμαρχο Αγίου Νικολάου,να περισσώσουν 32 εκατομμύρια ευρώ από το Ταμείο Συνοχής τα οποία εθεωρούντο χαμένα και να υπογράψουν παρουσία του Περιφερειάρχη Σεραφείμ Τσόκα και του Δημάρχου Γιάννη Κουράκη, για τα έργα:- επεκτάσεις υφισταμένων ΧΥΤΑ νομού Λασιθίου, – επεκτάσεις υφισταμένων ΧΥΤΑ νομού Ηρακλείου, – αποκατάσταση χωματερής ΜΑΡΟΥΛΑ Ρεθύμνης, – δημιουργία σταθμών μεταφόρτωσης Ιεράπετρας και Ηρακλείου.-
Κατά τη διάρκεια της θητείας του Γιώργου Βιτώρου στον ΕΣΔΑΚ θα τελειώσει το μοναδικό εργοστάσιο ανακύκλωσης στην Ανατολική Κρήτη, σε οικόπεδο 8 στρεμμάτων προσφοράς του δήμου Ηρακλείου το οποίο όμως ευρίσκεται στα διοικητικά όρια του δήμου Αλικαρνασσού και παρά την λυσσαλέα αντίδραση ορισμένων δημοτικών συμβούλων.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το θέμα πέρασε με μια ψήφο διαφορά στο δημοτικό συμβούλιο Αλικαρνασσού.- Το 2007 θα εκλεγεί δήμαρχος Τεμένους και με τη λήξη της θητείας του το 2010 θα πρωτοστατήσει στην ένωση του μικρού δήμου Τεμένους με το μεγαλύτερο δήμο της Κρήτης, το δήμο Ηρακλείου.-
Στον τομέα της κοινωνικής προσφοράς η δράση του Γιώργου Βιτώρου υπήρξε εντυπωσιακή. Επραγματοποίησε πάνω απο δέκα πέντε τηλεμαραθώνιους με τα δυο κανάλια που κατά καιρούς συνεργάστηκε. Να μερικά μόνο επιτεύγματα:-
Σε συνεργασία με την “ΚΡΗΤΗ TV” και τη Γωγώ Ατζολετάκη αγοράστηκαν 21 απινιδωτές για νοσοκομεία και κέντρα υγείας. – Σε συνεργασία με τον Γιώργο Παπαδάκη του ANT1 συγκεντρώθηκαν χρήματα στη Νέα Υόρκη για την περίθαλψη άρρωστων Κρητικόπουλων. –
Σε συνεργασία με τους δημοσιογράφους Κώστα Χαρδαβέλλα και Bασίλη Σπυριδάκη και το Σύλλογο φίλων “ΒΕΝΙΖΕΛΕΙΟΥ” συγκεντρώθηκαν χρήματα για το νοσοκομείο. – Σε συνεργασία με το CRETA CHANNEL και τη νομαρχιακή αυτοδιοίκηση Ρεθύμνης σε τηλεμαραθώνιο μιας βραδιάς, συγκεντρώθηκαν αρκετά χρήματα για τον ειδικό φρουρό Στάθη Λαζαρίδη που τραυματίστηκε στα Ζωνιανά.
Ενώ με το ίδιο κανάλι έγινε κατορθωτό: -μια κοπέλα να μεταφερθεί στη Γερμανία, -ένας λαουτιέρης να μεταφερθεί στην Αμερική, -ο εγγονός μεγάλου βιολάτορα να μεταφερθεί στη Ρωσία, -μια νέα να μεταφερθεί για μεταμόσχευση ήπατος στη Θεσσαλονίκη, -ένας άρρωστος λαουτιέρης να πεθάνει αξιοπρεπώς και όχι στη μοναξιά μιας κλούβας…-
Σημαντικές πρωτοβουλίες του Γιώργου Βιτώρου είχαν σαν αποτέλεσμα: – 1200 Κρήτες να επισκεφτούν τη Μήλο. – 180 ανάδοχοι να βαφτίσουν στο Μάραθος ένα κοριτσάκι και να το ονομάσουν “Κρήτη”. – 800 άνθρωποι πάνω στο πλοίο “ΠΟΡΤΟΚΑΛΗΣ ΗΛΙΟΣ” να παρακολουθήσουν τη βράβευση με τη χρυσή λύρα του Θανάση Σκορδαλού απο το Γιώργο Βιτώρο. –
Με 13 πούλμαν πραγματοποιήθηκε εκδρομή στη Γαύδο όταν οι Τούρκοι έθεσαν θέμα. Διοργανωτές της εκδρομής η Χρυσούλα Μπουρλώτου και ο Γιώργος Βιτώρος.
“…Η συμβολή του Γιώργου Βιτώρου στην άνιση μάχη εναντίον της εισβολής των ξένων εθίμων και ηθών αποτελεί ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ που γίνεται σε μια κρίσιμη ώρα της ιστορίας του βίου και του πολιτισμού μας…” λέει κάπου ο Κωστής Φραγκούλης και συνεχίζει “ο Γιώργος Βιτώρος τραγουδεί και λέει και ραψωδεί με ένα δικό του τρόπο, με μαντινιάδες, με ρίμες και σκοπούς, με λύρες και ασκομαντούρες, τους καημούς και τα πάθη και την αγάπη μα και την αντρειωσύνη της Κρήτης. Πλασμένα όλα με την πέτρα, το χώμα, το νερό και τη γλώσσα του λαού μας και ψημένα στο καμίνι της κρητικής ψυχής, είναι σαν πολύτιμα μυροδοχεία γεμάτα με ακριβά αρώματα του βουνού και του κάμπου. Λυρικά, ευώδη και αντρειωμένα όπως είναι αυστηρό αλλά και αίθριο, φλογερό και δροσιστικό μαζί το πρόσωπο της Κρήτης. Και το βλέμμα της, η “κρητική ματιά” του Καζαντζάκη.
Ο Γιώργος Βιτώρος είναι μαχητής στον αγώνα τον έσχατο να μην παραδωθούνε “τοις κυσί” τα ιερά και τα όσια, ήθη, έθιμα και γλώσσα, που είναι η Αγία Τριάδα του λαϊκού μας πολιτισμού. Ο Γιώργος Βιτώρος είναι ένας απο εκείνους που είχα πρότυπο στις μαντινάδες – αφιέρωση του βιβλίου μου “ΤΑ ΔΙΦΟΡΑ” όταν του πρόσφερα τιμής ένεκεν: Όσο γροικούνται μπαλωθιές στσοι κάμπους και στη ρίζα κάτεχε η Κρήτη μάχεται ορθή στα μετερίζα.Κι όσο βαστούνε τ’ άρματα άντρες με μαύρα γένια θα μένουν απροσκύνητα τση Κρήτης τα μπεντένια.”
Από το 2016 συνεργάζεται με τη ”ΝΕΑ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ ΚΡΗΤΗΣ” με δύο εκπομπές: ”ΔΟΞΑΡΙΑ ΚΑΙ ΣΚΑΡΟΦΤΕΡΑ” κάθε Πέμπτη και ”ΚΡΗΤΩΝ ΕΡΓΑ” κάθε Δευτέρα.
Τηλέφωνο Γιώργου Βιτώρου 697 967 5000
Giorgos Vitoros Official
vitorosg48@gmail.com
http://vitoros.gr
Γιώργος Βιτώρος (στην εφημερίδα Πυξίδα)
«Όποιος πατάει όσο μπορεί περισσότερο κοντά στο ήθος των παλαιών και τη δεξιοτεχνία τους αυτός είναι πιο κοντά στην παράδοση»
Μαντινάδα είναι ένα είδος ποιητικού λόγου που έχει μέσα αυτή τη σοφία των παλιότερων κρητικών , έχει μέσα αυτή τη δύναμη του λαού μας, έχει μέσα τα πάντα.
«Γρικάτε ίντα παράγγειλε μια μάνα του παιδιού τζη γιε μου στο κόσμο που θα πας στο διάβα τση ζωή σου, στο ξένο πόνο μη γελάς, φίλο μη κοροϊδέψεις και ξένο ιδρώτα να μη πιεις».
Το Γιώργο Βιτώρο τον είχα «συναντήσει» πολλές φορές μέσα από την δουλειά του γύρω από την παράδοση . Μια δουλειά που σε φέρνει κοντά στην Κρήτη και σου γεννά αισθήματα υπερηφάνειας
Γιατι ο Γιώργος Βιτώρος έχει ως αρχή ότι αυτό που έκανε και κάνει τους παλιότερους μας να ξεχωρίζουν είναι το «μεγαλείο ψυχής» .
Για αυτό αγκαλιάζει μικρούς και μεγάλους κάνοντας τους να πιστεύουν ότι «κρητική παράδοση είναι αυτό που κάνει ο Γιώργος ο Βιτώρος» όπως σημειώνει μια μαθήτρια τετάρτης δημοτικου σε ένα κείμενο της για την κρητική παράδοση .
Γιώργος Βιτώρος λοιπόν σε μια κουβέντα που δεν θα χώραγε ούτε σε ένα βιβλίο
Αλήθεια , τι είναι παράδοση ; Τι είναι ο λαογράφος ;
Παράδοση είναι ότι μπορεί να περάσει από τον παππού στο εγγόνι, αυτό λέγεται παράδοση. Και εγώ δεν έχω κάνει τίποτα άλλο από το να είμαι μια γέφυρα για να περάσουν κάποια πράγματα από τον παππού στο εγγόνι. Δεν είμαι λαογράφος εγώ . Λαογράφος είναι μια πολύ μεγάλη κουβέντα, δεν μπορεί να τη σηκώνει ο καθένας στην πλάτη του. Λαογράφο αν θες να σου πω ένα θα σου έλεγα ότι λαογράφο θεωρώ τον Σταμάτη Αποστολάκη. Έναν άνθρωπο που έχει σκύψει απάνω σε μια ευρύτατα μεγάλη έτσι περιοχή, όπως είναι η Κρήτη όπως είναι η Δυτική Κρήτη όπως είναι το Σέλινο και έχει επικεντρώσει την προσοχή του και μαζεύει σπυρί σπυρί σαν το μυρμήγκι. Αυτός είναι λαογράφος. Εμένα με πήρε η μπόρα , με βοηθήσανε τα Μ.Μ.Ε. και έτσι φτάσαμε να βοηθάω .
Η κρητική παράδοση δεν είναι κάτι στατικό, εξελίσσεται, συνεχίζεται , είναι κάτι το ζωντανό, απλώς εμείς επειδή η ροή των πληροφοριών σήμερα είναι τρομερή, είναι ένας χείμαρρος, παλεύουμε να κρατήσουμε πιο πολύ αυτό το ατόφιο, το αφτιασίδωτο τη λεβεντιά που είχανε στην ψυχή οι παππούδες μας. Αυτή ήτανε η μαγεία η μεγάλη των παλιών. Η λεβεντιά και γι αυτό κάνανε και τόσες επαναστάσεις και γι αυτό είχανε γαλβανιστεί στο καμίνι του χρόνου και γι αυτό έφτασε στο σημείο η γριά όταν της ζήτησα τη συνέντευξη να μου πει «Πάμε στην κόρη μου να σου δώσω συνέντευξη» βρε γιαγιά εδώ στο σπίτι σου στην αυλή σου που είναι πολύ ωραία, «όχι μου λέει πάμε στην κόρη μου γιατί εδώ αν κάτσουμε μπορεί να γελάσουμε και εκείνη απέναντι έχασε σε ένα τροχαίο τον άντρα τση και δυο τση γιους και δεν κάνει»
Αυτό λοιπόν είναι ήθος είναι πολιτισμός., τον κουβαλούσανε μέσα τους αυτοί ποιος τους τον δίδαξε; εγώ προσπάθησα να ρθω στη θέση αυτής της γριούλας της εκατοχρονονίτισσας όπως μου πε αυτή την κουβέντα να δω αν μετά από τέσσερα χρόνια που πάθαινε το ατύχημα ένας γείτονας μου αν θα μπορούσα να σκεφτώ έτσι, και πίστεψέ με, δεν θα σκεφτόμουνα έτσι, χωρίς να μια κακός άνθρωπος. Αυτό το σεβασμό στο συνάνθρωπο, πως τον διδαχτήκανε; ήτανε τόσο δυνατά τα ριζίτικα και οι μαντινάδες που μεταφέρανε μέσα στους ανθρώπους όλη αυτή τη σοφία των παλαιοτέρων; γιατί το χω πει πολλές φορές το ριζίτικο που λέει: «Γροικάτε ίντα παράγγειλε μια μάνα του παιδιού τζη γιε μου στο κόσμο που θα πας στο διάβα τση ζωή σου, στο ξένο πόνο μη γελάς, φίλο μη κοροϊδέψεις και ξένο ιδρώτα να μη πιεις».
Μεταφέρεται αυτή η ευαισθησία;
Νομίζω ότι θέλει πολύ αγώνα και αυτόν τον αγώνα τον έχουν επωμιστεί άνθρωποι σαν εμένα στην τηλεόραση , σαν εσένα με αυτό που κάνουμε τώρα , σαν τον Σταμάτη Αποστολάκη στα βιβλία του, σαν τον Κωστή Φραγκούλη, σαν τον Μενέλαο Παρλαμά στις επιφυλλίδες που έκανε τόσα χρόνια σαν την προσπάθεια του Ξανθινάκη με το λεξικό του ιδιώματος της Δυτικής Κρήτης .
Πόσο λεπτή είναι η γραμμή του να ακουμπήσει κάποιος όλο αυτό το ήθος και όλη αυτή την ευαισθησία με το να γίνει γραφικός με κάποια θέματα.
Ναι, σήμερα γίνεσαι γραφικός. Δυστυχώς , γίνεται γραφικός. Έχω πει πολλές φορές πως έναν άνθρωπο που θεωρώ από τους πιο σημαντικούς στην Κρήτη είναι ο Μανώλης ο Καρέλης ο πρώην Δήμαρχος του Ηρακλείου και στενοχωρήθηκα μια μέρα που είδα ότι αποκάλεσα κάποιον βέβαια το πήρε πίσω μετά και είναι προς τιμήν του μαντιναδολόγο που για μένα είναι προσόν τεράστιο. Να βγάζει ένας μαντινάδες το θεωρώ ένα από τα πιο σημαντικά πράγματα. Απόδειξη ότι ο Ελευθέριος Βενιζέλος στη Βουλή μιλούσε με μαντινάδες, που σήμερα δεν το κάνει κανείς .
Ο πατριάρχης όταν ήρθε στην Κρήτη μπροστά τον Πρωθυπουργό , στον Μητσοτάκη και τον Δήμαρχο του Ηρακλείου, και μετά από τόσες φιλοφρονήσεις που του απηύθυναν και οι δύο εκείνος άνοιξε το στόμα του και είπε ότι «μη φανταστείτε ότι ποτέ θα αφήσω την καρδιά να πάψει να χτυπά για σας ας είστε και μακριά μου».
Μαντινάδα είναι ένα είδος ποιητικού λόγου που έχει μέσα αυτή τη σοφία που λέγαμε προηγουμένως, έχει μέσα αυτή τη δύναμη του λαού μας, έχει μέσα τα πάντα. Ο Καράτζης λέει «Αν έχει η Κρήτη δυο ψυχές, η μια ψυχή είναι η λύρα», η άλλη φαντάζομαι ότι είναι αυτή η δύναμη του να βγει και ο λόγος .
Η μαντινάδα μπορεί να τραγουδά για το κινητό;
Μπορεί . Ας μην γελιόμαστε. Μπορεί διότι οι νέοι σήμερα θα μιλήσουν και για το κινητό. Είναι σφάλμα να πιστεύουμε ότι και το κινητό δεν θα είναι αντικείμενο για να μπει σε μια μαντινάδα σήμερα. Βεβαίως είναι καλύτερο να μπει ο λύχνος αλλά το λύχνο τον ξέρουν σήμερα τα νέα παιδιά;
Υπάρχει διαχωριστική γραμμή με το τι μπορούμε ή δεν μπορούμε να τραγουδήσουμε και να περιγράψουμε στην μαντινάδα και με αυτό που λέμε σημερινό κρητικό τραγούδι;
Θέλει προσοχή. Γι αυτό λέμε να κρατήσουμε όσο μπορούμε περισσότερο αυτή τη σοφία των παλιών γιατί αυτοί είχανε μια σοφία. Όταν βλέπεις ότι με μια λύρα και με ένα κομπολόι και ένα ποτήρι καταφέρνανε και στήνανε γλέντι Ή με τα γερακοκούδουνα, όταν καταφέρνανε αυτοί οι άνθρωποι και στήνανε ένα ολόκληρο γλέντι. Όμως δεν μπορεί να γίνεται πάντα, θα εμπλουτιστεί αυτό θα μπούνε κι άλλα όργανα θα μπούνε κι άλλες φωνές θα μπούνε κι άλλα πράγματα και σιγά σιγά αλλάζει αυτή η μορφή. Και λέμε λοιπόν ότι όποιος πατάει όσο μπορεί περισσότερο κοντά σ αυτό το ήθος των παλαιών και τη δεξιοτεχνία τους αυτός είναι πιο κοντά στην παράδοση.
Η χαρά , το γλέντι και η κρητική παράδοση
Η χαρά. , το γλέντι, είναι συνυφασμένα με την κρητική παράδοση . Όταν τους έβλεπες να πολεμούνε τον Τούρκο και να χορεύουνε πυρρίχιο στις τουφεκίστρες ή στους τόπους όπου είχαν τους καταυλισμούς, αυτούς τους υποτυπώδης καταυλισμούς. Ο Πρεβελάκης το λέει καταπληκτικά και θα πρεπε ίσως να είχε μπει ήδη στα σχολεία, να διαβάζεται , κι αν δεν διαβάζεται στην άλλη Ελλάδα να διαβάζεται εδώ στην Κρήτη. Ο Πρεβελάκης λέει ότι τα στρατόπεδα μυρίζανε σκόρδο και κρεμμύδι γιατί όλες οι επαναστάσεις γίνανε με το σκόρδο και το κρεμμύδι και μια χούφτα ελιές και ένα παξιμάδι και ένα ποτήρι κρασί, που το κρασί ήτανε για να ξεκολλήσει η ψυχή και να τους κάνει να πετάξουνε για λίγο τα όπλα και να χορέψουνε και να ξεφαντώσουνε
Γλέντια στήνονται ακόμη;
Γλέντια στήνονται . Στην Κρήτη υπάρχουν αυτή την ώρα ορισμένα χωριά ριζίτικα αλλά και καμπίτικα όπου γίνονται γλέντια . Σε αρκετά από αυτά έχουνε ακόμη και καντάδες . Είναι όλα αυτά τα χωριά γύρω από τον Ψηλορείτη όπου υπάρχουν παιδιά που κάνουν παρέες ακόμα .
Νομίζω ότι είναι εύλογη η απορία είναι διαφορετικοί άνθρωποι αυτοί;
Μπορώ να σου πω κάποια πράγματα που έχουνε σχέση με τους ριζίτες επειδή ο πατέρας ήτανε ριζίτης, ήτανε από τα Ανώγεια, και μπορώ να κρίνω και τους άλλους γιατί ζω στο Κυπαρίσσι, σε ένα χωριό του κάμπου ας το πούμε. Ναι είναι ξεχωριστοί άνθρωποι. Και μπορείς να το δεις όσο και αν σου φαίνεται περίεργο μέσα στη ζωοκλοπή, δεν μπορείς να το φανταστείς τι λεβεντιά είχε η ζωοκλοπή. Ξέρεις τι είναι να περπατάς να κάνεις μεροβίγλι, να περπατάς από τα Χανιά, να φύγεις να πας στα Κεραμειά να φύγεις το βράδυ να πας ακόμα μισό δρόμο όλη μέρα να κάθεσαι στα Κεραμειά να προσέχεις, να φύγεις μετά να πας μισό δρόμο να κλέψεις, να γυρίσεις, στα Κεραμειά, να μείνεις μια μέρα και μετά να ξανακατέβεις στα Χανιά; και να ρχεται ο άλλος να σου λέει «σύντεκνε επήρανε τρία πρόβατα» του συντέκνου μου, και να του τα δίνεις πίσω; Σήμερα βέβαια έχουμε ξεφύγει εντελώς απ αυτό, σήμερα έχουμε πάει στον εποχούμενο ζωοκλέφτη, στον κλέφτη με το κινητό κτλ.
Ναι είναι διαφορετικοί άνθρωποι και εγώ το χω δει πολλές φορές σε απλές κινήσεις της ζωής τους. Δεν θα ξεχάσω μια φορά, ήρθε σε μια ταβέρνα που διατηρούσε η γυναίκα μου στο Ηράκλειο ένας ο οποίος πουλούσε τυρί. Όλη μέρα λοιπόν είχε πουλήσει τέσσερα γουλίδια τυρί και είχε πιάσει τέσσερα πεντοχίλιαρα και κάποια στιγμή ζήτησε του λυράρη να παίξει ένα κομμάτι του Ξυλούρη. Το έπαιξε τόσο όμορφα ο λυράρης που ενθουσιάστηκε και βγήκε και του βαλε και τα 4 5χίλιαρα.
Ναι, νομίζω ότι
Έχω ένα γνωστό βοσκό ο οποίος δεν έχει ποτέ ανάψει το κερί του από άλλο κερί Πρόσεξε, δεν έχει ανάψει το κερί του από άλλο κερί. Βγάζει το τσακουμάκι του και το ανάβει. Θα μου πεις είναι παραξενιά. Μα και τι ήτανε αυτό που έλεγε ο Καζαντζάκης; «υπάρχουν τριών λογιών άνθρωποι, αυτοί που τρώνε τα αυγά καθαρισμένα, αυτοί που τα τρώνε ακαθάριστα και αυτοί που τρώνε και το τσικάλι το πήλινο μέσα στο οποίο βράστηκαν.» Αυτοί οι τελευταίοι είναι οι Κρητικοί.
Έχω την αίσθηση ότι ενώ μέχρι πριν μερικά χρόνια η κρητική μουσική «ήταν σε άμυνα τα τελευταία πέντε χρόνια μια αντίστροφη πορεία και μάλιστα ιδιαίτερη δυναμική.
Είναι αλήθεια αυτό. Εγώ έχω ακούσει από πάρα πολλούς σε συνεντεύξεις που πήρα κατά διαστήματα και ειδικά καλλιτέχνες να μου λένε ότι στο Ηράκλειο δεν ξέρω τι γινότανε στα Χανιά αλλά φαντάζομαι και εδώ ότι θα γινότανε το ίδιο ήτανε δύσκολο να κρατάς μια λύρα στο δρόμο, δεν σε έβλεπαν με καλό μάτι, δεν αφήνανε τα παιδιά τους να πάνε να γίνουνε λυράρηδες, γιατι τους θεωρούσανε αργόσχολους . Σήμερα έχουν αλλάξει πολύ τα πράγματα και έχουμε φτάσει σε ένα πολύ καλό σημείο. Πιστεύω ότι η κρητική μουσική πάει καλά και πάει καλά γιατί φουντώνει το κίνημα το ερασιτεχνών. Δηλαδή όλοι όσοι ασχολούνται με την κρητική μουσική δεν είναι επαγγελματίες. Υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός που είναι επαγγελματίες αλλά και πάρα πολλοί που δεν είναι επαγγελματίες. Και έτσι μπροστά στα μάτια τους δεν βάζουνε κανένα παραμορφωτικό φακό για να δούνε τη μουσική μας τη βλέπουνε σαν πραγματικά μια επιστήμη ολόκληρη που θα τέρψει την ψυχή τους, θα τέρψει το μυαλό τους, την καρδιά τους και όχι για να βγάλουνε χρήματα.
Μήπως είναι και λίγο μια βιομηχανία για διάφορα πράγματα αυτή η ιστορία των νέων που θέλουν να προσεγγίσουν την παράδοση ;
Ναι, ούτε λόγος. Οι νέες ιδέες πολλές φορές ξέρεις δεν λείπουνε, αλλά επειδή πρέπει να πείσεις πολύ κόσμο ότι αυτό που πας να κάνεις είναι το σωστό κάπου κουράζεσαι και τα παρατάς στη μέση. Να σου φέρω ένα παράδειγμα για να σου πω τι εννοώ. Πάει καιρός που με βρήκε ο Τάκης Ψαράκης ένα παιδί από τα Χανιά, το οποίο ζει στην Αμερική ασχολείται με τα κομπιούτερ και το οποίο παιδί το βάλανε σιγά σιγά στην Παγκρητική Ένωση της Αμερικής. Αυτό το παιδί είχε μια ιδέα την οποία για να την περάσει έδωσε μάχες . Να κάνουνε μια εκδήλωση στην οποία δεν θα είχε πιλάφι, δεν θα ήταν όπως όλες οι εκδηλώσεις που γινόντουσαν στην Αμερική μέχρι τότε . Αυτό λοιπόν ο Τάκης κοίταξε να το αλλάξει και είπε ότι θα κάνουμε μια εκδήλωση και θα μιλήσουμε για τους πρωτομάστορες της Κρητικής Μουσικής. Πήγα εγώ και ο Χαράλαμπος Γαργανουράκης και κάναμε στις 9 του Δεκέμβρη του 2000 στο Χίλτον του Ατλάντικ Σίτι, μια εκδήλωση όπου εγώ μιλούσα για τους πρωτομάστορες της κρητικής μουσικής και σε δύο γιγαντοοθόνες έδειχνε τη ζωή τους, σε μία πολύ όμορφη δουλειά που είχαμε κάνει στο ΚΡΗΤΗ ΤV με τον Δημήτρη Φραγκιαδουλάκη και όταν τέλειωνα ο Γαργανουράκης έπαιζε ένα κομμάτι του ανθρώπου για τον οποίο μιλούσα για τη ζωή του. Σε πληροφορώ ότι 1000 άνθρωποι βιδώθηκαν στις καρέκλες με αποτέλεσμα 12 η ώρα να μας κατεβάσουνε με το ζόρι κάτω. Αυτή η εκδήλωση όμως έγινε επειδή υπήρχε ο Τάκης ο Ψαράκης. Εάν δεν επέμενε τόσο πολύ δεν θα γινότανε . Θέλω να σου πω ότι ιδέες υπάρχουν αλλά χρειάζεται να δώσει κανείς και μάχη προκειμένου να τις πραγματοποιήσει. Είναι δύσκολο να αλλάξεις τις νοοτροπίες και το κατεστημένο. Το κατεστημένο τώρα, είναι αυτό: να πάμε να μαζέψομε τα παιδιά μας, να τους μάθουμε ένα χορό και να τους μάθουμε και ένα μουσικό όργανο και εξαντλείται εκεί. Θέλει ανθρώπους προικισμένους σε αυτή η ιστορία .
Παρατηρώ την τελευταία διετία και ανοίγει αυτό που λέμε «μουσική σκηνή» στην κρητική μουσική η οποία βάζει όλη αυτή τη παράμετρο που λέμε. Ένας άλλος τρόπος να μπεις στην κρητική μουσική, μακριά από ένα στυλιζαρισμένο τρόπο προσέγγισης και με μια ιδιαίτερη δυναμική .
Όλα αυτά τα καινούργια, οι καινούργιες μουσικές ομάδες όπως είναι τα Παλαιινά Σεφέρια, όπως είναι οι ’ξεγνιοι Περάτες , όπως είναι οι μουσικοί σαν του Μιχάλη Τζουγανάκη ο οποίος είναι πολύ μπροστά, αλλά και του Ψαραντώνη , ο Βασίλης Σταυρακάκης, η προσπάθεια του Βασίλη Σκουλά να ανοίξει ορίζοντες και να φτιάξει καινούργιους δρόμους, ο Γαργανουράκης ο οποίος έβαλε τη λύρα παντού και έχει γίνει μια πολύ μεγάλη ζύμωση αλλά και οι παλιότεροι που ζούνε και που έχουν μεγάλη προσφορά όπως είναι ο Κλάδος, όπως Ροδάμανθος, όπως ο Μανώλης Κακλής , ο Νίκος Μανιάς, , η γενιά των Αλεφαντινών, καταπληκτικοί, και πολλοί άλλοι που τους ξεχνώ αυτή την ώρα, έχουν φέρει αυτό το πράγμα και σιγά σιγά φτιάχνονται και οι χώροι αυτοί για να υποδεχτούν τέτοια πράγματα, οι οποίοι λείπανε. Ειδικά στο Ηράκλειο που ξέρω εγώ πρόσωπα και πράγματα, έλειπαν οι χώροι και ακόμα λείπουνε οι χώροι για να πας να ακούσεις καλή κρητική μουσική και χωρίς να τρως το πιλάφι και το βραστό κτλ . Εδώ θα πρέπει να σου πω ότι στα Χανιά ειδικά της νεολαίας θα πρέπει να της βγάλει κανείς το καπέλο, διότι γλεντήζει καταρχήν με τον τρόπο των παλιών που μ άρεσε εμένα. Να σηκωθεί ο κάθε νέος να πάει να χορέψει, να χαρίσει μετά και μετά να πάει να κάτσει μαζί με την παρέα του, να σέβονται τη σειρά, να σέβονται ο ένας τον άλλον, να προσπαθούνε να δειχτούνε ποιος είναι ο πιο καλός αλλά στο χορό. Εγώ νομίζω πως πάμε καλά. Και αν λάβω υπόψην μου και την έκρηξη που γίνεται και στο στίχο αυτή την ώρα, που πάρα πολύ βοηθάει το κινητό τώρα για να επεκτείνεται ο στίχος . Εγώ προσπαθώ να περάσω σε μια σειρά από επώνυμους κρητικούς να μιλούν με μαντινάδες . Είναι πολύ σημαντικό να δούνε όλοι τι πλούτος υπάρχει και πόση ομορφιά . Φαντάσου ότι όταν επισκέφτηκε μια φορά ο Ρίτσος τα Ανώγεια και του είπανε τη μαντινάδα «δεν με φοβίζει ο πόλεμος άλλα ναι τα σπουδαία, το να αγαπάς να μη μπορείς να αλλάξεις την ιδέα». Ζήτησε να γνωρίσει τον Αριστείδη Χαιρέτη που έβγαλε τη μαντινάδα και του είπε ότι αυτή τη μαντινάδα έπρεπε να την έχω βγάλει εγώ.
Τουρισμός και παράδοση υπάρχει μια γενική αίσθηση ότι οι δύο δραστηριότητες είναι σε μάχη . Η μια κυνηγάει την άλλη .
Από τον τουρισμό θα πρέπει να σου πω ότι όταν έγραφα στην εφημερίδα, έγραψα πύρινα άρθρα εναντίον του τουρισμού. Όταν μετά από καιρό βγήκα έξω από τα σύνορα της χώρας πήγα Αμερική, πήγα Αφρική πήγα κρουαζιέρες, είδα τι σημαίνει τουρισμός . Είδα ότι ο τουρισμός είναι μια ολόκληρη βιομηχανία, η οποία πρέπει να στηριχθεί από ολόκληρη την ηγεσία της χώρας, τους πνευματικούς ανθρώπους, τους ανθρώπους των ΜΜΕ, από όλο τον κόσμο γιατί δίνει πολύ ψωμί σε ανθρώπους. Σήμερα η Ελλάδα έχει ως πιο σημαντική βιομηχανία τον τουρισμό . Βεβαίως φέρνει κάποια πράγματα κακά ο τουρισμός και εκεί θα πρέπει ενταθούν οι προσπάθειές μας να ελαχιστοποιηθούν αυτά τα κακά .
Σκοτώνει ο τουρισμός την παράδοση ή αυτοκτονεί η παράδοση;
Δεν νομίζω ότι έχει καμία σχέση ο τουρισμός με την παράδοση με την έννοια ότι τη σκοτώνει. Είναι κάποια πράγματα που έρχονται αυτονόητα. Δηλαδή ο πολύς κόσμος που έρχεται από την Ευρώπη στην Κρήτη αλλοιώνει κάποια πράγματα κάθε μέρα. Αυτό όμως θα γινότανε είτε υπάρχει ο λυράρης είτε υπάρχει ο χορευτής, είτε δεν υπάρχει, είτε υπάρχει αυτή η νοοτροπία κτλ. γι αυτό λέμε ότι πρέπει να βγάλουμε τα κακά απ αυτό το πράγμα και τα κακά ποια είναι. Ας μη γελιόμαστε, τα κακά είναι ότι σήμερα μάθαμε τα ναρκωτικά, τα οποία ενώ αυτοί που τα διαδώσανε πρώτοι στην Ευρώπη σιγά σιγά μας τα φερε μέσω του τουρισμού τώρα ανασκουμπώνεται εκείνη και κάνει ολόκληρους αγώνες και εμείς έχουμε τώρα τους περισσότερους θανάτους.
Μπορεί να προσθέσει ο τρόπος που φέρνουμε κοντά στην παράδοση τους ξένους στην όλη τη σχέση τους και σ αυτό που λέμε μοντέλο τουρισμού;
Κοίταξε να δεις. Έρχονται οι ξένοι και πρέπει να τους κάνουμε μια κρητική βραδιά όπου πάνε κάποια συγκροτήματα τα οποία βεβαίως δεν χορεύουνε όπως χορεύουνε τους χορούς τους δικούς μας σε ένα κέντρο έτσι; θα κάμουνε και το τσαλίμι τους θα κάμουνε και το χορό αυτόν τον μπαλετοειδή και θα προσπαθήσουνε να εντυπωσιάσουνε τους ξένους. Βεβαίως ο ξένος δεν θα δει τη λεβεντιά που είχε ο παλιός χορευτής, που είχε ο Σταμάτης. από το Σπήλι ή που είχε ο γέρο Μερτζάνης στ Ανώγεια. Δεν θα τη δει αυτή τη λεβεντιά που στο κάτω κάτω μπορούμε να την αξιολογήσουμε εσύ και εγώ μόνο. Δεν μπορεί να την αξιολογήσει ο ξένος. Αλλά
Θα μπορούσε όμως να βρεθεί κοντά στη λαϊκή θυμοσοφία ο ξένος;
Ο ξένος ναι. Αυτό το πιστεύω
Για ένα διαφορετικό μοντέλο τουρισμού.
Ναι, αλλά θέλει πολύ αγώνα. Το χω δει εγώ όταν λέω μαντινάδες. Όταν λέω μαντινάδες ή προσπαθώ να πω στον ξένο ριζίτικα βλέπω πόσο πολύ εντυπωσιάζεται. Αλλά αυτό θέλει ένα αγώνα ολόκληρο . Κυρίως να ξέρεις αυτά τα πράγματα . Να δεις πως στέκονται όταν τους πεις κάποια πράγματα για την κρητική ιστορία, δηλαδή όταν τους πεις ότι κατέβαινε από το Φόδελε η μάνα η γριά και πήγαινε και έκλαιγε πάνω στους τάφους δύο Γερμανών που τους είχανε θάψει εκεί. Κι όταν της είπε ένας : «Μπρε εσύ, μα κουζουλάθηκες; αυτοί οι Γερμανοί ήρθανε να μας σκοτώσουνε», «Ναι, μα κι αυτούς, μάνα θα τους έχει γεννήσει». Πόση παλικαριά θέλει για να ειπωθεί αυτό το πράγμα; Πόσο; Πρέπει πραγματικά να είναι το μέλημα μας το πώς η ψυχή της Κρήτης θα βγει προς τον ξένο, και κοντά στο τόπο αυτό το καταπληκτικό, να βγει στον ξένο η ψυχή του Κρητικού, να γνωρίσει τον εσώτερό του κόσμο. Κι αυτό είπαμε είναι δύσκολο. Και χρειάζεται πολλούς ανθρώπους να κάνουν αυτό το πράγμα.
Υπάρχει και η άλλη όψη μας η κακή
Έχουμε όμως και χιλιάδες αρνητικά . Θυμάμαι όταν παντρεύτηκα το 1980 είχα διαβάσει μέσα σε μια βδομάδα όλα τα βιβλία του Γιάννη Μανούσακα ενός καταπληκτικού συγγραφέα , τσαγκάρη στο επάγγελμα ο οποίος έγραψε το βιβλίο «Ο Χαλασμός», Την Ιστορία του Εμφυλίου, την Ακροναυπλία, κτλ, βιβλία μοναδικά. Με είχε εντυπωσιάσει λοιπόν αυτός ο συγγραφέας και ήθελα να κάνω γαμήλιο ταξίδι στην Κρήτη. Κατέβηκα λοιπόν να γνωρίσω αυτά τα μέρη, να τα περπατήσω, επηρεασμένος από το βιβλίο. Ήρθα από τα Χανιά, πέρασα Ρέθυμνο, πήγα Ηράκλειο, κατέληξα Σητεία, μετά γύρισα και φύγαμε για την Αθήνα. Δεν θα σου πω σε ποιο μέρος για να μην το θεωρήσουν οι κάτοικοί του ότι τους προσβάλω αλλά το λέω έτσι γιατί κι άλλοι διαβάζοντας αυτό που λέμε τώρα, κι άλλοι θα έχουνε να πούνε παρόμοια πράγματα, που ίσως δεν θα έπρεπε να λέγονται, αλλά εμείς τα λέμε γιατί έχουμε αυτή τη παλικαριά να ξέρουμε που είναι το κακό, που είναι το τρωτό. Ανεβαίνω λοιπόν με το αυτοκίνητό μου έναν ανηφορικό δρόμο και συζητώ με τη γυναίκα μου, και της λέω το πόσο φιλόξενοι άνθρωποι είναι οι Κρήτες, όταν σε μια στροφή κάθεται ένας γέροντας, με στιβάνια και μου φωνάζει «Στάσου κουμπάρε, να σου δώσω δυο αχλάδια». Εκείνη την ώρα της έλεγα για την φιλοξενία των Κρητών, επέστρεψα λοιπόν πίσω και έβγαλε ο άνθρωπος μια νάιλον σακούλα που είχε μέσα 5 ή 6 αχλάδια, ο Θεός μωρέ κουμπάρε, του λέω να σ έχει καλά, γιατί εδά έλεγα τση γυναίκας μου που δεν είναι Κρητικιά ίντα ράτσα είμαστε Έκανα λοιπόν να φύγω και μου λέει: «Δεν εκατάλαβες, ένα κατοστάρικο μου λέει θα μου δώσεις» Πήγανε λοιπόν τα μούτρα μου κάτω, γι αυτό. Ο άνθρωπος δεν ήξερε ότι εγώ είμαι Κρητικός, με πέρασε για τουρίστα. Το ίδιο πράγμα γίνεται και το βλέπουμε κάθε τόσο στα χωριά που πουλούνε ρούχα, σε χωριά που πουλούνε αντικείμενα έτσι, ότι αν δεν παίρνει ο ξένος τον βρίζουνε, τον κάνουνε, τον δείχνουνε. Όλα αυτά είναι εις βάρος του τουρισμού μας, εις βάρος της προσπάθειας αυτής που γίνεται να έχουμε ένα τουριστικό προϊόν πραγματικά καλό.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΙΤΩΡΟΣ (ΣΤΙΣ ΣΤΙΓΜΕΣ)
«η παράδοση έχει μόνο όφελος από την τηλεοπτική προβολή»
Κατά την προσωπική μου εκτίμηση θεωρώ ότι δεν είναι δυνατόν σε καμία περίπτωση η τηλεόραση να βλάψει την μουσική μας παράδοση. Αντίθετα μετά βεβαιότητας θα έλεγα ότι μόνο οφέλη έχει αποκομίσει από ετούτο το τόσο δημοφιλές μέσον ενημέρωσης αφού, αντίθετα από παλιά, της παραχωρούνται πλέον οι ευκαιρίες ενός σημαντικού βήματος για να συναγωνισθεί την λαϊκή μουσική που με αυτήν τα τελευταία χρόνια κατά κόρον βομβαρδίζεται ακουστικά ο κόσμος.
Τώρα βέβαια κανείς δεν αμφισβητεί ότι μέσα στην πληθώρα των μουσικών ακουσμάτων ελλοχεύει κι ο κίνδυνος του φολκλόρ, της εμπορευματοποίησης δηλαδή. Όμως δεν γίνεται και διαφορετικά, το καλό συνοδεύει πάντα το κακό κι αντίθετα. Μέσα από όλο αυτό το συνωστισμό λοιπόν βγαίνουν σαν αφρός προς τα έξω πράγματα, είτε αυτά είναι μαντινάδες, είτε αυτά είναι λαϊκή θυμοσοφία, είτε αυτά είναι μουσική, που αν δεν υπήρχε η τηλεόραση σίγουρα δεν θα γινόταν με τίποτα όχι μόνο να γίνουν γνωστά αλλά ούτε καν να ακουστούν. Να σας φέρω ένα παράδειγμα. Θα μπορούσε ας πούμε να ακούσει κανείς την μαντινάδα του Κωστή Φραγκούλη: «Δεν μπαίνεις στον παράδεισο όσα κεριά κι ανάψεις αν με το πόνο τ΄ αλλουνού μαζί κι εσύ δεν κλάψεις» εάν δεν υπήρχε η τηλεόραση;
Οπότε αυτονόητα βγαίνει το συμπέρασμα ότι υπάρχουν καλές εκπομπές όπως υπάρχουν και κακές, όμως δεν πιστεύω ότι επιτέλους κάνουν και τόσο μεγάλη ζημιά οι κακές. Θα έλεγα μάλιστα πως η μουσική μας ακόμα και μέσα από αυτά τα δεύτερα, πολλές φορές ίσως και τρίτα μουσικά ακούσματα πάλι στο κέρδος είναι. Γιατί γίνεται συζήτηση για ένα θέμα που ίσως διαφορετικά να είχε ξεχαστεί μα που το θέμα αυτό όμως έχει να κάνει με την γλώσσα μας, έχει να κάνει με το δεκαπεντασύλλαβο, με την παράδοση μας, με τα ήθη και τα έθιμα μας, κι έτσι κάτι τέτοιο φέρνει σαν αποτέλεσμα εμείς εδώ στην Κρήτη να είμαστε πλέον το μοναδικό μέρος σε ολόκληρη την Ευρώπη το οποίο έχει όχι μια ζωντανή και παλλόμενη παράδοση, μια παράδοση εν εξελίξει. ’ρα, αν ζυγιστούν τα πράγματα ποιο μετρά περισσότερο, το κέρδος ή η ζημιά.. Βέβαια επαναλαμβάνω, υπάρχουν οι καλές εκπομπές, υπάρχουν και οι κακές, όπως υπάρχουν και οι καλοί λυράρηδες κι οι καλοί μαντιναδολόγοι, υπάρχουν όμως και οι κακοί. Ποιος θα μας πει όμως ποιος είναι ο καλός και ποιος ο κακός, ποια είναι η σωστή εκπομπή και ποια η λάθος. Εγώ δεν είμαι σε θέση να το κάνω αυτό διότι αν μια εκπομπή, του Βιτώρου αίφνης, καταφέρει να βγάλει έστω και ένα μόνο καλό μαντιναδολόγο από την αφάνεια, για μένα αυτό είναι πολύ μεγάλο κέρδος . Κι όσο τώρα για όλα όσα ακούγονται σχετικά με το ότι η τηλεόραση επιβάλει κάποιον που δεν αξίζει, θα μου επιτρέψεις όχι μόνο να μη συμφωνήσω αλλά αντίθετα να πω η προσωπική μου εκτίμηση λέει εντελώς διαφορετικά πράγματα Η συνεχής παρουσία στην τηλεόραση ανθρώπων οι οποίοι δεν αξίζουν αντί να ωφελεί βλάπτει κατά κόρον κι αυτό δεν είναι ισχυρισμός αυθαίρετος. Να σας πω μόνο ότι στατιστικά απεδείχθη πως λυράρηδες οι οποίοι είχαν εκπληκτικό αριθμό πωλήσεων στα Χανιά, μετά την συνεχή έκθεση τους στο γυαλί πάτωσαν, αφού τελικά ο κόσμος μπορεί μέσα από εκεί να ρωτήσει, να μάθει και να συγκρίνει με πολύ μεγαλύτερη άνεση από οπουδήποτε αλλού. Τίποτα δεν είναι ικανό να σε καθιερώσει, έστω κι αν ακόμα αυτό λέγεται τηλεόραση, πέρα μονάχα από την προσωπική σου αξία ..
ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΙΤΩΡΟΣ-ΣΟΡΔΙΝΑ
Από τον πρόλογο του βιβλίου “Χαρά σε κείνον που γελά με τα παθήματα του”
Στον πρόλογο του πρώτου βιβλίου του ο Γιώργης Βιτώρος έγραφε πως διατρέχοντας την Κρήτη, διαπίστωνε πως οι κάτοικοι των χωριών έπαυαν να ροζονάρουν και αντί γι’ αυτούς μιλούσαν οι σταρ της τηλεόρασης.
Θέλω να πιστεύω ότι ο Βιτώρος στα χρόνια που πέρασαν από τότε κατάφερε να σταματήσει την κατρακύλα προς την μουγκαμάρα, έβαλε τους νέους να ρωτούν για τα παλιά, ευαισθητοποίησε τους ριμαδόρους να φτιάχνουν μαντινάδες κι ερέθισε τους πάντες να αναζητούν έξυπνες αθιβολές και σόρδινα.
Να ‘ναι καλά να μας χαρίζει τη δροσιά απ’ το ποτάμι του πολιτισμού που ‘χει μαζέψει μέσα του.
Μιχάλης Ιερωνυμίδης
Ο ΕΡΩΝΤΑΣ
Καλοκαίρι κι ο Διομήδης έχει ανεβάσει τα πρόβατα στον Ψηλορείτη. Μια μέρα που τα βοσκεί σε μια λαγκαδιά, θωρεί μια γυναίκα να ‘ρχεται προς το μέρος του. Όταν πλησιάζει στα διακόσια μέτρα διαπιστώνει πως είναι τουρίστρια. Στρογγυλομηλοπρόσωπη και παχουλομπρατσάτη η κοπελιά του σιμώνει με αέρα, αλλά ας αφήσουμε τον Διομήδη να συνεχίσει. “Θωρώ που λες φιλιότσο, μια γυναικουριά, βελουδογλυκοχείλα και μπαμπακολαίμα. “Γεια σου κουμπάρισσα”, τση κάνω. Κουνεί αυτή την κεφαλή. “Για που με το καλό;” Φαίνεται κατάλαβε τι τηνε ρώτησε και απαντά: “Ινταίον ’ντρον”. “Και πεινάς; Λέω πεινάς; Δεν καταλαβαίνει, λω. Μαντζαρία, μαντζαρία;”. “Oh, yes, yes!”, μου λέει η κοπελιά. “Ε, κλούθα παε”. Μπροστά ο Διομήδης, πίσω η τουρίστρια, πάνε στο μιτάτο.
Δίνω τση που λες φιλιότσο γάλα και πίνει, τυρί και κριάς και τρώει και γίνεται ασκάκι. Αφού έφαγε και ήπιε μου κάνει: “I love you Diomidiί”. “Ο, ανάθεμα σε!”, λέω από μέσα μου, κι ίντα θες; Πάω τση το τουπί, λέει “Νο!”. Πάω τση το διόνυσο (ένα ξύλο με το οποίο ανακατεύουν οι βοσκοί το γάλα στο καζάνι), λέει “Νο!”. “Θε μου κι ίντα θέλει;”, λέω από μέσα μου και τση δείχνω ένα τυροζούλι. Πάλι νο αυτή. Μια στιγμή φιλιότσο τηνε βλέπω και βγάνει ένα τεφτέρι και μου δείχνει με το δαχτύλι τζη και διαβάζω “έρωτας”. Λέω τση: “Ε, γεια σου κουμπάρισσα, ο έρωντας φυτρώνει στο πάνω αόρι. Έπαε δε βγαίνει μήτε φασκομηλιά”.
ΤΟ ΣΟΥΤΙΕΝ
“Μπρε συ, πότε θα πας στη χώρα;”, ρωτά μια γυναίκα τον άντρα τζη. “Να σου δώσω να μου πάρεις ένα σουτιέν”. “Σουτιέν λέει; Να βάλεις κοντό Θε μου ίντα μέσα, αφού δεν έχεις πράμα!”. “Ντα γιάϊντα φορείς εσύ το σώβρακο;!” Του λέει κι αυτή!
ΤΟ ΑΛΕΥΡΙ
-Γιάϊντα βρε γυναίκα δεν εζύμωσες”. Ερώτηξε ένας τη γυναίκα του. Κι αυτή:” Για 99 αιτίες”. -“Για πέσ μου μια”. -“Δεν είχα αλεύρι”.
Ο ΝΤΡΟΥΒΑΣ
Δυο γιους είχε κάποιος και πολύ περιουσία. Μόλις τελείωσαν το δημοτικό τα κοπέλια τα ρώτηξε: “Ε, λέτε εδά ίντα θα γίνετε”. “Εγώ θέλω πατέρα να δουλέψω στα χωράφια μου”, είπε ο ένας ο πιο δουλευτής. “Εγώ θέλω σπουδές”, είπε ο άλλος ο ντελμπίσης. Έστειλε λοιπόν τον τελευταίο στο γυμνάσιο, και κράτησε τον άλλο στα χωράφια. Σαν τελείωσε κάποτε το γυμνάσιο, κι αυτό γιατί έσπρωχνε πιότερο του γέρου το πουγκί παρά το μυαλό του, εζήτησε ο τεμπέλης εξωτερικό, να σπουδάσει λέει ξένες γλώσσες. “Και από πια μωρέ θα ντακάρεις;” Ερώτηξε ο γέρος, που ναι μεν δε λυπότανε τα έξοδα, αλλά και που διαισθανότανε πως δεν θελα ξετελέψει πράμα. “Γαλλικά θέλω πρώτα, πατέρα” Στο της Γαλλίας που πήγε, κάθισε γυριστούς τρεις χρόνους στο τοπικό πανεπιστήμιο, και κάποτε επέστρεψε στο χωριό. “Έμαθες μρε τη γαλλική;” Είπε ο γέρος με χτυποκάρδι. “Βεβαίως πατέρα!”. “Για πες μου μωρέ,” του είπε ο πατέρας του, “τη μάνα πως τη λένε στα γαλλικά;”, “Α! Πολύ εύκολο μπαμπά.” Είπε πρόθυμα ο γιος. “Μανιέν, τηνε λένε”, “Το ψωμί; Πως μωρέ το λένε αυτοί το ψωμί;”. “Ψωμιέν, πατέρα”. “Και τον ντρουβά, μρε;”. “Ντροβιέν”. Εσταμάτησε η καρδιά του γέρου να χτυπά.
“Στσ’ ανέμους επέταξα τα λεφτά”, εσκέφτηκε. Η απογοήτευση του εγύρησε γρήγορα σε στεναχώρια, και από ‘κει πετάχτηκε στο θυμό για να καταλήξει στην έκρηξη. “Σήκω πάνω γαϊδούρακα να πάρεις τον ντροβιέν, να βάλεις μέσα λίγο ψωμιέν, και να πας στο χωραφιέν, να μη σου απαφτώσω το μανιέν.”
ΤΑ ΚΟΥΤΑΛΑΚΙΑ
Το άρρωστο κοπέλι τζη επήγε στου γιατρού. Το εξέτασε αυτός. Βρήκε τσ’ αμυγδαλές του πυόδεις και της έδωσε εκτός από τα αντιβιοτικά και ένα σιρόπι. “Και πως γιατρέ θα το παίρνει το σιρόπι;”, ρώτηξε η κακομοίρα. “Οχτώ κουταλάκια του γλυκού θα του δίνεις ημερησίως”. “Η, γιατρέ που έχουμε μόνο πέντε στο σπίτι μας!”
Ο ΛΟΝΤΡΟΚΩΣΤΑΣ
Λίγο μετά τα Δεκεμβριανά, τους πιάσανε, τον Λοντροκώστα και άλλον ένα και τους πήγανε στη διοίκηση χωροφυλακής στο Ρέθυμνο. Εποχή που είχανε δεινοπαθήσει οι κομουνιστές, ας μην ξανάρθει στη χώρα ούτε σαν όνειρο. Βλοσυρός ο διοικητής, εκοίταξε να τους αφήσει ελεύθερους για να γλιτώσουνε την εξορία. “Δε μου λες!”, είπε στον ορτάκη το Λοντροκώστα, “οι Βούλγαροι δεν έχουνε θάλασσα, συμφωνείς να τως εδώσουμε διέξοδο στο Αιγαίο;”. “Βεβαίως! Βεβαίως και πρέπει κύριε διοικητά!”, είπε εκείνος. “Πάρτε τόνε μέσα”, είπε σ ‘ ένα χωροφύλακα, “και φέρτε μου τον άλλο. Κύριε Βρέντζο, οι Βούλγαροι δε έχουνε θάλασσα, ίντα λες να τως παραχωρήσουμε;” Ψυλιάστικε ντηνε εκείνος, “Ντα εμάς δε φτάνει και στους Βούλγαρους θα δώσουμε;”
ΤΟ ΠΡΟΞΕΝΙΟ
Από τον Ψηλορείτη εκατέβηκε από το χωριό ο Γιάννος με σκοπό να αρραβωνιαστεί. Επήγε στο καφενείο. Έβρηκε τον πατέρα τση κοπελιάς που είχε βάλει στ ‘ αμάτι και βγάζοντας τόνε όξω του λέει βιαστικά: “Την κόρη σου θέλω για γυναίκα μου, λέγε να μου τηνε δώσεις θες;”. “Ευχαριστώ για την τιμή”, λέει ο άλλος, “αλλά να ρωτήξω και την κόρη μου, να το πω στη γυναίκα μου και στους δικούς μου και ανε θένε ευχαρίστως. Καλά το κατέχεις Γιάννο, πως με μια μαναριά δεν κόβγεται το ξύλο.” Ο Γιάννος σχεδόν αμέσως: “Εδά θα σου, μαναροκοπώ όλη νύχτα!”
ΤΑ ΚΟΥΛΟΥΚΙΑ
Δυο κουλούκια, δηλαδή δυο μικρά σκυλάκια, εχάρισε κάποιος σε δυο συντέκνους που δεν εφημίζοντο για την εξυπνάδα τους. Επειδή όμως ήτανε κοντά τα σπίτια τους, εδημιουργήθηκε πρόβλημα πως θελα ξεχωρίζει ο καθένας το δικό του. “Εγώ Κωστή, λέω να σαμώσουμε το ένα, κι έτσα να ξέρομε ίντα μας εγίνετε”, είπε ο ένας. “Μπράβο Βασίλη. Σωστή η σκέψη σου. Φέρε το ένα να του κόψουμε τ’ αυτί.” Πήρανε το σκυλάκι, επήγε και το άλλο κοντά να δει .ίντα θα κάνουνε του αδερφακιού του, εβάλανε τ αυτί στο κουτσούρι, επήρε το μπαλτά ο Κωστής και χραπ!, έκοψε λίγο αυτάκι. Επόνεσε όμως το κουλούκι, και ανοίγοντας το στόμα του, έκοψε ένα κομμάτι από το αυτί του άλλου κουλουκιού. “Πράμα δεν εσκοτώσαμε Βασίλη”, είπε ο Κωστής, “εδά’ ναι πάλι τα ίδια. Φέρε να κόψουμε λίγη ουρά.” Εξαναβάλανε την ουρά στο κουτσούρι, ξανά χραπ, ο Βασίλης αυτή τη φορά, έκοψε λίγη ουρά, και ξανά το σκυλάκι έκοψε ένα κομμάτι ουρά του άλλου σκυλιού. “Εκαταστραφήκαμε”, είπε πάλι ο Κωστής. “Δεν πειράζει Κωστή!”, είπε ο Βασίλης, “πάρε εσύ το άσπρο, να πάρω εγώ το μαύρο.”
ΤΑ ΜΟΥΡΕΛΑ
Στο καφενείο του Γρυλιού έφταξε ένα αυτοκίνητο και πουλούσε μουρελάκια, ελιές δηλαδή για φύτεμα. “Ίντα μπρε κουμπάρε πουλείς;”, ρώτηξε ο Γρυλιός. “Μουρελάκια”, κι ο απίθανος Γρυλιός, “πουλείς μπρε κουμπάρε και λάκκους;”
Ο ΤΕΜΠΕΛΗΣ
Ο Μανόλης ήτανε τεμπέλης, και το παξιμάδι ήθελε βρεγμένο ο αθεόφοβος. Μια μέρα τόνε στρίμωξε ο μπάρμπας του, τση μάνας του ο αδερφός, για να τόνε συμορφώσει και να τόνε κάνει άνθρωπο. “Να πα να βρεις μια δουλειά Μανόλη, να βγάνεις τουλάχιστον τα τσιγάρα σου, και τα στραβά σου έξοδα.”. “Κι ύστερα;” Ερώτηξε ο Μανόλης. “’μα δουλέψεις λίγο, θα δεις ότι θα γίνεις φίλος με τη δουλειά, κι αμοναχός σου θα ψάξεις μετά να βρεις μια πιο καλή. Που όχι μόνο τα τσιγάρα σου και τα στραβά έξοδα θα σου δίνει, μα που και πέντε δεκάρες θα σε βοηθήσει να βάλεις στην μπάντα.” “Κι ύστερα;”, εσυνέχισε ο Μανόλης. “Κι ύστερα μωρέ ανίψο, θα μπορέσεις ν’ ανοίξεις μια δική σου δουλειά, κάτι σαν βιοτεχνία να πούμε, με δυο τρεις υπαλλήλους στην αρχή και θα βγάζεις…” “Κι ύστερα;” Τόνε διέκοψε απότομα ο Μανόλης. “Εργοστάσιο θ ‘ ανοίξεις μετά, μ ένα σωρό υπαλλήλους, Μανόλη, και θα επεκτείνεις τις δραστηριότητες σου σε διάφορες άλλες δουλειές, και θα κονομήσεις του κόσμου τα λεφτά.” “Κι ύστερα;” Εσυνέχισε το χαβά του ο ανιψιός. “Ε, ύστερα Μανόλη θα κάθεσαι.” “Ντα, εδά ίντα κάνω;!” Αποκρίθηκε ο Μανόλης που δεν μπορούσε να χωνέψει γιατί έπρεπε να ακολουθήσει αυτό το επίπονο δρομολόγιο.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΙΤΩΡΟΣ-ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ
Ο Γιώργος Βιτώρος δεν είναι άγνωστος άλλ αντίθετα επώνυμος χειριστής του Κρητικού λόγου. Ιδιαίτερα δύσκολου, αλλά γοητευτικού, όπως τα ψηλά βουνά ίση Κρήτης, που έχουνε ψυχή και φωνή κι αυτά και γλώσσα τη γλώσσα της πέτρας και του βράχου τη δική μας.
Γνωστός ακόμη σαν μαχητής στον αγώνα τον έσχατο να μη παραδοθούνε “τοις κυσί” τα ιερά και τα όσια, ήθη, έθιμα και γλώσσα, που είναι η Αγία Τριάδα του εθνικού και λαϊκού μας πολιτισμού, μαζί και η σκέψη, ακοίμητο καντήλι στο εικονοστάσι της παράδοσης, επιτελεί με θάρρος και συνέπεια το χρέος του.
Η συμβολή του Γιώργου Βιτώρου στην ευγενή αυτή αλλά σκληρή και άνιση μάχη, εναντίον της εισβολής των ξένων εθίμων και ηθών, αποτελεί εθνική αντίσταση που γίνεται σε μια κρίσιμη ώρα της ιστορίας του βίου και του πολιτισμού μας, ιδιαίτερα δε για την περίσωση της Κρητικής φυσιογνωμίας μας. Τόσο μάλλον που έχει ανοιχθεί για τους πολιορκητές η Κερκόπορτα και βρίσκονται ήδη εντός των τειχών. Εν τούτοις παρόλο που “εάλω η πόλις” ευάριθμοι αλλά γενναίοι μαχητές έχουν αποφασίσει να μείνουνε απροσκύνητοι και κινούμενοι από το χρέος παραμένουν ακλόνητοι, όπως οι τελευταίοι Κρήτες υπερασπιστές στα τείχη της Βασιλεύουσας, παρότι η Πόλη είχεν ήδη από ημερών αλωθεί. Και η μόνη σημαία που είχεν απομείνει να κυματίζει ελεύθερη ήταν η δική τους.
Μεταξύ των νέων Κρητικομάχων, τολμηρός, ακούραστος πεισματάρης κι εύστροφος αγωνιστής, αρματωμένος με σπαθί και με βαρύ κοντάρι κρητικό είναι και ο Γιώργος Βιτώρος. Ένας από εκείνους που είχα πρότυπο στις τρείς μαντινάδες – αφιέρωση του βιβλίου μου “Τα Δίφορα” όταν του πρόσφερα τιμής ένεκεν.
Όσο γρικούνται μπαλωθιές στσι κάμπους και στη ρίζα
κάτεχε η Κρήτη μάχεται ορθή στα μετερίζα.
Κι όσο βαστούνε τ άρματα άντρες με μαύρα γένεια
θα μένουν απροσκύνητα τση Κρήτης τα μπεντένια.
Ο Γιώργος Βιτώρος τα βαστά και τα τιμά κάθε μέρα με την προσφορά του και με δύο φωτιές. Η μια κάννη του ραδιοφώνου και η άλλη της τηλεόρασης, καλός παιχνιώτης και στις δύο. Ραψωδεί μ’ένα δικό του τρόπο, με μαντινάδες, με ρίμες και σκοπούς, με λύρες κι ασκομαντούρες τους καημούς και τα πάθη και την αγάπη-μα και την αντρειωσύνη τση Κρήτης. Πλασμένα όλα με την πέτρα, το χώμα, το νερό και τη γλώσσα του λαού μας και ψημένα στο καμίνι της Κρητικής ψυχής είναι σαν πολύτιμα μυροδοχεία γεμάτα με ακριβά αρώματα του βουνού και του κάρου. Λυρικά, ευώδη κι αντρειωμένα, όπως είναι αυστηρό αλλά κι αίθριο, φλογερό και δροσιστικό μαζί το πρόσωπο της Κρήτης. Και το βλέμμα της, η “Κρητική ματιά” του Καζαντζάκη.
Κωστής Φραγκούλης
Ανάθεμα σε ξενηθειά
Απάντηση στα σου γραψα μου έστειλες, παιδί μου,
με μαντινάδες που βαλαν φωθιά στη θύμηση μου.
Η κάθε μαντινάδα σου ήτον ένα μαχαίρι
και εξανάξυσε πληγές, που χανε συνηφέρει.
Ποια μαντινάδα να σου πω, παιδί μου, να σου δώσει
λίγη χαρά στην ξενηθειά και να μη σε πληγώσει;
Πρίκα δε μου δωκες ποτέ, που να χεις την ευχή μου,
μα ο μισεμός σου μου δωσε αβάσταχτη, παιδί μου.
Γύρισε παλικάρι μου, παιδί μου αγαπημένο,
και καθ αργά στην πόρτα μας στέκω και σ ανημένω.
Με μαντινάδες ξεγελώ, παιδί μου, τον καημό μου
γιατί οντέ τσι σκέφτομαι θαρρώ, πως είσ ομπρός μου.
Δε θέλω συμπαράσταση, όσο θα ζω, παιδί μου,
μόνο σαν κατεβάσουνε στον τάφο το κορμί μου.
Θέλω στον τάφο το κορμί, εσύ να κατεβάσεις,
η μόνη μου παραγγελιά, γιε μου, μην το ξεχάσεις.
Γιατι αν με κατεβάσουνε, παιδί μου, χέρια ξένα
εγώ θα ξαναναστηθώ και θ ανημένω εσένα.
Τη μέρα, γιε μου, τση Λαμπρής θα στρώσω το τραπέζι,
θα βάλω και στο ράδιο τα κρητικά, να παίζει.
Το πρώτο πιάτο που θα μπει θα να ναι το δικό σου
πέτσα, πηρούνι και ψωμί μαζί με το πιοτό σου.
Θά χω γλυκόπιοτο κρασί κι αρνί ροδοψημένο
την αγκαλιά μου ανοιχτή, γιε μου, να σ ανημένω.
Θα βάλω πάλι στο μπελά, γιε μου, τη φαντασία
παρέα με τη σκέψη μου να ρθεί στην Αυστραλία.
Πέμπω τη σκέψη στα μακριά, μαζί σου να τσουγκρίσει
“Χριστός Ανέστη” να σου πει κι οπίσω να γυρίσει.
Νίκος Βαρδαλαχάκης
Στο Βελιγράδι, αν-ε-ρωτάς πώς τα περνώ, κερά μου
ο Δούναβης άπου γροικάς είναι τα δάκρυα μου.
Τ ακριβοθώρητα τση Κρήτης
Τη Κρήτη εσφιχταγκάλιασα και πήρα τα φιλιά τζη
και φέρνω τα χαιρετισμούς στ ακριβοθώρητα τζη.
Μπορεί απόψε να πατώ στσ Αμερικής τη μέση
μα αισθάνομαι πως ήλλαξε η ίδια η Κρήτη θέση.
Αέρα χώμα και νερό βαστώ του Ψηλορείτη
προζύμι να ζυμώσετε να πλάσετε μια Κρήτη.
Από την Κρήτη μια ευχή ήρθα να σας αφήσω
να μη γυρίσεις μου πενε αδέ τσι φέρεις πίσω.
Θέλω σιγή στην εκκλησά, μήπως και ρθεί η πνοή ντου,
για τη χαρά τση κόρης του να δώσει την ευχή του.
Μιχάλης Νεονάκης
-Να ζήσεις μόνο μιαν αυγή, τόση ζωή σε φτάνει,
ρόδο, που ζει πολύ καιρό, την ομορφιά του χάνει.
Ε χρυσοταγματάρχη μου
Πώς θα περάσω τον καιρό που μου χει ο Θιος γραμμένο
και πού θα στέκω, Ανάστο μου, για να σε περιμένω;
Αν κάθομαι γ-ή, κείτομαι, γ-ή πορπατώ, γ-ή στέκω,
Ανάστο, την εικόνα σου πάντα μπροστά μου βλέπω.
Έχω μαχαίρι στην καρδιά, μα δε με τελειώνει,
να ρθώ στον ’δη να σε βρω, λυπητερό μου αηδόνι.
Να κουβεδιάσουμε μαζί, τον πόνο μας να πούμε
του ψεύτη κόσμου τσι χαρές να ξαναθυμηθούμε.
Αδικοσκοτωμένο μου παιδί και φτωχοσπουδασμένο,
στο σπίτι σου το πατρικό στέκω και σ ανημένω.
Ανάστο, τη μετάθεση την πήρες μια για πάντα,
καρδιά μου απαρηγόρητη, όσο μπορείς, νταγιαντα.
Ε χρυσοταγματάρχη μου, Ανωγειανέ μου αέρα,
γιάντα μας απαρνήθηκες και κλαίμε νύχτα-μέρα.
Αν βρεις στον άδη κοπελιά
Πριν να σε δω στην εκκλησά γαμπρό να καμαρώσω,
στο φέρετρο σε στόλισα του χάρου να σε δώσω
Αντί κουφέτα να κερνώ τσ αθρώπους στη χαρά σου
μαυροντυμένη η μάνα σου δίνει τα κόλυβά σου
Ποιος ήθελε να μου το πει, να μη τον-ε-σκοτώσω
πως θα σε σπούδαζα γιατρό του Χάρου να σε δώσω
Πε μου με τι καρδιά θα ζω στο κόσμο τον απάνω
και πώς θα ψήνω κόλυβά, μνημόσυνα να κάνω
’νθρωπος να μην έρχεται στην θέση τη δική μου
εγώ πρεπε να πόθενα να ζεις εσύ, παιδί μου.
Αν η ψυχή σου με θωρρεί, πε τση να μου μιλήσει,
άνθρωπος άλλος δε μπορεί να με παρηγορήσει
Αν βρεις τον άδη, κοπελιά, γιε μου μη με ξεχάσεις,
κάμε μου πρόσκληση να ρθώ πριν την αρραβωνιάσεις
Τα δυο κεριά
Τα δυο κεριά που μου φεγγαν, μου τα σβησε μια μπόρα,
κι όλος ο κόσμος σκοτεινός είναι για μένα τώρα.
Ότι κι αν πεις τση μοίρας σου, λίγο θα ν εναι πάλι
γιαυτό παντόνιαρε τηνε κι υπομονή μεγάλη.
Δυο τρεις φορές ο χάροντας τα έβαλε μαζί μου
μα α παιδιά κι επάλαιψα κι έσωσα τη ζωή μου.
Κι αφού δεν τον αφόπλισα και τουφηκα τσι σφαίρες,
σημάδεψε και σκότωσε τσι δυο μου θυγατέρες.
Ποτέ μου δεν το λόγιαζα στα είκοσι ντως χρόνια,
έριξ ο Χάρος κι έπιασε μια μπάλα δυο τρυγόνια
’λλες στην ηλικία τους δουλεύουν σε γραφείο,
μα γώ θα τσι ‘χω μόνιμες εις το νεκροταφείο.
Αν συγχωρούσε ο Θεός τα αμαρτήματα μου,
θαδινα τέρμα στη ζωή ναμαι με τα παιδιά μου.
Μα χω αμαρτήματα πολλά, δεν είμαστ ίσα-ίσα,
]και θαναι στον παράδεισο κι εγώ θα μπω στην πίσσα.
Δεν πρέπει να τσι ξαναδώ μόνο στη φαντασία,
γ-ή στόνειρο καμμιά φορά, γ-ή στη φωτογραφία.
Θαδινα τέρμα στη ζωή, μα η μοίρα μαπελπίζει
έχασα δυο, έμεινε μια και κείνη μεμποδίζει.
Όσο καλά κι αν σου φερθεί η μοίρα η δική σου,
τραυματισμένη σοβαρά την έχει την ψυχή σου.
Όταν ποθάνω η ψυχή πό δίκη θα περάσει
πιστεύω το πως ο θεός και κεί θα με δικάσει.
Τη γέφυρα του στεναγμού την έχεις περασμένη,
μα τι μαυτό, που έχουνε και δεύτερη χτισμένη;
Πώς θα σε σκάψω πάλι γης
Ε θεέ μου,πάλι μαχαιριά χωρίς να ξεματώσω.
Και πώς θα σκάψω πάλι γης και μέσα να σε χώσω;
Το κακομοίρη ιντά’λπιζα κι ιντά βάνα στο νου μου
με τα ταλιά τηχτίσανε τη κατοικία του γιου μου.
Αφήστε με να σκοτωθώ να κακοθανατήσω
να μην προλάβω, γιόκα μου, νεκρό να σε φιλήσω.
Αφήσετε το το πουλί, μην το ζυγώνετ όλοι
γιατί θα-ν-έναι η ψυχή του γιου μου, του Μανόλη.
Ποτέ δεν το φαντάστηκα κι ούτε κι ελόγιαζά το
να πορπατώ πάνω στη γης κι οι γιοι μου ναν’πο κάτω.
Ανάθεμα να έχουνε οι φωτογράφοι όλοι
που δε σου βάλανε φωνή να μου μιλείς, Μανώλη.
Να με ρωτήξεις να μου πεις πως τα περνάς τα γέρα
και ίντα κάνουν τα ορφανά που σ άφηκα, πατέρα.
Η ογρασά
Δε θελα σ έχω αμοναχό αφού κι οι δυο χωρούμε
μα χω παιδιά και δε μπορώ στην ηλικία που ‘ναι.
Στέφανε, αν κούσεις ογρασά στου τάφου σου την άκρη
δεν είναι βρόχινο νερό είναι τση μάνας δάκρυ.
Φανάρι και Κρήτη
Μη φανταστείτε ότι ποτέ θαφήσω τη καρδιά μου
να πάψει να χτυπά για σας, ας είστε και μακρυα μου.
Σμύρνα δεν έχω για χρυσό, ο οβολός δεν φτάνει
μα την καρδιά μου αν-ε-τη θες κάνω για σε λιβάνι.
Βαρθολομαίε, μια ευχή η Κρήτη θα σου δώσει
σαν πας στη Πόλη ο βασιλιάς να ‘χει ξεμαρμαρώσει.
Μη μου μαλώνεις τα παιδιά
Μη μου μαλώνεις τα παιδιά κι όπου κι αν πας τα παίρνε
γιατί θαρρώ πως τα γροικώ από παέ να κλαίνε
Να μεγαλώσει ο Στελιανός να γίνει ωσάν και τάλλα
γιατί αυτός δεν ήφαγε απ’ τα βυζά μου γάλα
Και τη Μαρία το Κάλλιο να μάθει να χτενίζει
και το κοπέλι να κρατεί να μου το κανακίζει
Κι αν-ε-ποθάνω και δε ρθώ να πλύνεις, να μπαλώνεις
και τα κοπέλια όσο μπορείς να μη μου τα μαλώνεις
Θανάσης Σκουλάς
Η μαχαιριά σου στην καρδιά σημάδι δε θα αφήσει.
Αυτή μου χάρισε ζωή αντίς να μου στερήσει.
Δεν αφαιρούνε τη ζωή πάντοτε τα μαχαίρια
χαρίζουν τη σαν βρίσκονται σε δυο πιτήδεια χέρια.
Όσα χυμένα δάκρυα
Όσα χυμένα δάκρυα έχω για μιαν Αγάπη,
φτάνουνε να ποτίσουμε όλα τση γης τα άνθη.
Στου πληγωμένου την αυλή λουλούδια πώς νανθίσουν,
που κάβγουνε τα δάκρυα, που χύνει ό,τι ποτίσουν.
Ήρθες και πάλι σήμερο στη σκέψη μουσαφίρης
κι έφυγες απ’τα μάθια μου δάκρυ, για να με φθείρεις.
Δε θέλω να το δει κανείς του πόνου μου το δάκρυ
και τραγουδώ, όταν φανεί στων αμαθιώ την άκρη.
Αντώνης Μπετινάκης
Εγώ, Βιτώρο, σ’αγαπώ κι ένας Θεός το ξέρει,
γιατίβαλες το αίμα σου στ’Αντώνη μου το χέρι.
Κουντόκωστας
Αφού σε τούτη τη ζωή τίποτα δεν πομένει
στον κάτω κόσμο μάθε τσι, πώς ζουν οι-γι-αντρειωμένοι.
Κώστας Μουντάκης
Στον κάτω κόσμο άπου θα πάς, ετοίμασε το χώμα
για να δεχθεί με τον καιρό και το δικό μου σώμα
’με, Μουντάκη, στο καλό και μπρος στο θείο θρόνο
παίξε τη λύρα του θεού να νιώσει ανθρώπου πόνο
Νίκος Ξυλούρης
Ανάθεμα σε, κυνηγέ, που σκότωσες τ αηδόνι
και μαυροντύθηκε η αυγή και μπλιο δε ξημερώνει
Το ξόδι
Παύουνε όλες οι χαρές ό,τι χαρές και να ναι
σχολούνε λύρες και βιολιά όταν νεκρό περνάνε
Νικάει η λύπη τη χαρά και πάν και προσκυνούνε,
νεκρό σταυρό και χαιρετούν τσ’ ανθρώπους που πενθούνε.
Εμέ η καρδιά μου δε γελά, αν κάνει και παιχνίδια,
οι νύχτες μου είναι σκοτεινές κι οι μέρες μου τα ίδια.
θα ξημερώσει και για σε μια μέρα που θα λιάζει
και το κορμί σου ανάπαψη θα βρει να μη στενάζει.
Οι μουσαφίρηδες
Απόψε μουσαφίρηδες έχεις απ’το χωριό σου
έλα και στεφανώνουμε τον κανακάρη γιο σου.
Στέλιος Καλομοίρης
Τ’ άστρο που ξημερώνεται στον τάφο τζη από πάνω,
εκείνο θα ρωτήσω εγώ κι ό,τι μου πει θα κάνω
Κληρονομιά Φραγκούλη
Σαν αποθάνω στα πουλιά παραγγελιά θα κάνω
να ρχονται να καθίζουνε στο μνήμα μου απάνω
Στα κυπαρίσια στο σταυρό στην πλακά όπου θένε
τα δε μπορώ να λέω μπλιο εκείνα να τα λένε
Πως είναι ωραία η ζωή και οι χαρές του κόσμου,
η ομορφιά, ο έρωντας, η Κρήτη που χω εντός μου
Να τα γροικούνε όσοι περνούν από τσι γύρω δρόμους
να μάθουνε ότι τα πουλιά ήφηκα κληρονόμους
Γιατί πουλί ήμουνε και γώ ανέμελο στην πλάση,
και σαν και κείνα έζησα στα όρη και στα δάση
Όσο γροικούνται μπαλωθιές και κοντυλιές στη ρίζα
κάτεχε, η Κρήτη μάχεται σκληρά στα μετερίζα.
Κι όσο βαστούνε τάρματα άντρες με μαύρα γένεια
θα μένουνε απροσκύνητα τση Κρήτης τα μπεντένια.
Χάρισμα το βιβλίο μου κάνω, να το διαβάσεις
γιατί πατείς τα ζάλα μου και να με’ποπεράσεις.
Δε ξεπερνούνε τον ΑΗΤΟ πουλιά ξεπετασάρια
όσο ψηλά κι αν-ε-πετούν, δεν του πατούν τα χνάρια.
Φεύγεις, ψυχή μου
Φεύγεις, ψυχή μου, τση ψυχής γλυκεία παρηγοριά μου
που με τα μάθια σου τα δυο φέγγαν, και τα δικά μου.
Με λύρα σε κηδέψαμε
Νεκροί που αναπαύεστε μέσα στση γης το χώμα
κάμετε τόπο κι έρχεταινους μερακλή το σώμα.
Απόνταν εγεννήθηκες στα σκοτεινά πατούσες,
τον κόσμο δεν εγνώρισες κι όμως τον εγλεντούσες.
Μάρμαρο. Μη βαροπατείς. Πουλιά. Μην κελαηδείτε.
Εδώ κοιμάται μερακλής. Να μην τον ενοχλείτε.
Ένα μεγάλο μερακλή πλάκα βαρεία σκεπάζει
και με τσαγκάλες ανοιχτές η γης τον αγκαλιάζει.
Τω μερακλήδω ήπρεπε εξαίρεση να κάνει
ο χάρος και ξεχωριστά πού τσ’ άλλους να τσι βάνει.
Έφυγες και δεν έκουσα τη παραπόνεσή σου,
πως ‘θελα βρεις τον τάφο σου, ως ήτον κι η ζωή σου.
Με λύρα σε κηδέψαμε κι όμως τα μάθια κλαίνε,
για μερακλήδες πουπρεπε, ποτέ να μη μισένε.
Να μην πουλείτε τα οστά
Να μην πουλείτε, Κρητικοί, χώματα δοξασμένα
γιατί πουλείτε και οστά, πουναι σαυτά θαμμένα.