Μιά φορά κι ένα καιρό ήτανε ένας Βασιλιάς κι είχενε τρείς γυιούς .
Τού λέει κάποια μέρα ο μικρότερος .
– Εγώ πατέρα θέλω νά παντρευτώ.
Ασου παιδί μου νά παντρευτούνε πιά ομπρός οι μεγαλύτεροί σου αδερφοί και σάν έρθει η σειρά σου παντρεύγεσαι κι εσύ.
Ο μικρός όμως δέν τ άκουσενε και πιάνει καί παντρεύγεται και μάλιστα όχι από τήν τάξη και τή σειρά τών Βασιλιάδω όπως ήτονε συνήθειο.
Του μεγαλύτερου όμως γυιού δέ τού καλοφάνηκε καί γιά νά ξεσκάσει λιγάκι λέει τού πατέρα του.
-Αρμάτωσέ μου ένα Βασιλικό καράβι νά πάω ένα ταξιδάκι νά ξεσκάσω λιγάκι.
Τού αρματώνουνε λοιπόν ένα καράβι και ξεκινά γιά τό ταξίδι του όπου στήν πρώτη ξένη Πολιτεία πού επισκέφτηκε Βασίλευε ένας παράξενος Βασιλιάς κι όποιος ξένος επήγενε νε στήν Πολιτεία του τον νε καλούσε στό Παλάτι νά του διηγηθεί ένα ψεύτικο Παραμύθι.
Αν το παραμύθι ήταν πράγματι ψεύτικο θα γινόταν αυτός σκλάβος και ο ξένος Βασιληάς.
Επήγενε λοιπόν τό Βασιλόπουλο υποχρεωτικά στό Παλάτι και λέει τού Βασιληά.
– Επαέ μέ φέρανε γιατί έχεις λέει ένα Νόμο στό Βασίλειό σου πού λέει ότι κάθε ξένος απού ρχεται στό Βασίλειό σου πρέπει νά σού λέει ένα ψεύτικο Παραμύθι.
Λοιπόν ήρθα κι εγώ .
– Λέγε τό παραμύθι σου .
Κι αν είναι αληθινό θά σέ κάνω σκλάβο μου.
Αν είναι ψεύτικο θά σέ κάνω Βασιληά και θά γίνω σκλάβος σου!!
Αρχινά τό Βασιλόπουλο τό παραμύθι ντου ….
-Μιά φορά κι έναν καιρό πού λές Πολυχρονεμένε μου Βασιληά , ήτανε ένας Βασιληάς…..
Δέν απόσωσε τήν φράση του και τού λέει ο Βασιληάς….
-Ήντα δέν είμαι κι εγώ Βασιληάς;
Από τώρα έγινες σκλάβος μου .
Τόν νε κρατήσανε λοιπόν σκλάβο στό Παλάτι γιά δυό τρία χρόνια χωρίς κανείς νά τόν αναζητήξει ή νά ρωτήξει ,ούτε έδωσε σημεία ζωής κι ούτε εβρέθηκε κανείς νά πεί πώς τόν είδε νε . …
Κάνει όμως κι ο δεύτερος γυιός στόν πατέρα του πρόταση νά πάει κι αυτός ταξίδι και λέει.
-Πατέρα δώσε μου τήν ευχή σου και θά πάω ένα ταξίδι και νά μή μέ περιμένεις πώς θά γυρίσω πίσω αν δέν γυρίσω μέ τόν αδερφό μου γή αζωντανό , γή αποθαμένο….
Παίρνει λοιπόν κι αυτός ένα καράβι και φεύγει, αλλά γιά κακή ντου τύχει πηγαίνει κι αυτός στήν ίδια Πολιτεία και παθαίνει κι αυτός τά ίδια…
Έγινε δηλαδή κι αυτός σκλάβος τού ίδιου Βασιληά. Επεράσανε κάμποσα χρόνια χωρίς νά δώσει σημεία ζωής κι αυτός …
Πηγαίνει κι ο μικρότερος γυιός και λέει του πατέρα ντου:
– Πατέρα ! : Εγώ έγινα η αφορμή κι εξενητευτήκανε τ αδέρφια μου…
Λοιπόν θά φύγω κι εγώ νά πάω κι ίσως καταφέρω νά τά βρώ.
Τότε ο γέρο Βασιληάς βάνει τά κλάηματα και παρακαλούσε τόν γυιό του νά μή φύγει….
-Κάτσε παιδί μου και μόνο εσύ μ απόμεινες κι απής σέ χάσω κι εσένα ήντα θά γενώ επαέ ολομόναχος;
Όμως ο μικρός γυιός ήταν ανένδοτος και επέμενε νά φύγει, ώσπου στό τέλος εκατάφερε τό γέρο Βασιληά νά συμφωνήσει και τού ετοιμάζει κι αυτουνού ένα καράβι καί φεύγει.
Αλλά τό καμε νε ο διάολος καί πάει κι αυτός στήν ίδια Πολιτεία….
Φαίνεται πώς ήτανε από κειά τό πέρασμα τών καραβιώ.
Βγαίνει λοιπόν στήν Προκυμαία καί τόν νε συλλαμβάνουνε και τόν οδηγούνε ντρέτα στό Παλάτι τού Βασιληά.
Λέει ο Βασιληάς:
-Καλώς τον νε! Θωρεί αυτός τσ´αδερφούς του….μά δέν εμπόρειε νε νά των νε μιλήσει…
Λέει πάλι ο Βασιλήας :
-Κατέχεις τόν Νόμο πού επικρατεί επαέ;
Λέει ξέρω τον νε.
Κι αρχινά κι αυτός ένα παραμύθι….. Μιά φορά κι ένα καιρό Βασιληά μου Πολυχρονεμένε μου ήτονε …ένας Βασιληάς!!
-Αααα!!!! Ήντα κι εγώ Βασιληάς δέν είμαι;
Σκλάβος μου κι εσύ!!
Και τον νε καθίζει κι αυτόν αιχμάλωτο μαζύ με τσ´αδερφούς του, όμως χωρίς επικοινωνία μεταξύ τους, κι ούτε μπορούσανε να επικοινωνήσουνε μέ τούς δικούς των νε.
Έτσι ο γέρο Βασιληάς έμεινε ολομόναχος μέ τή νύφη ντου, πού δέν είχανε και τόσο φιλικές σχέσεις, γιατί ο γέρος Βασιληάς και μέ τό δίκιο ντου επίστευε νε πώς η αιτία όλων τών κακών και ο φταίχτης γιά τήν όλη κατάσταση ήτονε αυτή….
Σιγά σιγά όμως θέλοντας καί μή εσυβάστηκε νε μέ τήν κατάσταση και τήν αγάπησε νε μέχρι πού τής πρότεινε νά τήν ανακηρύξει Βασίλισσα.
Αυτή όμως δέν εδέχτηκε επ ουδενί καί τού λέει: -Πατέρα τό αποφάσισα.
Αφού εγώ φταίω και τό αναγνωρίζω γιά τήν κατάσταση πού επικρατεί στό Παλάτι σου, πώς φέρνω εγώ τήν ευθύνη και επειδή πστεύω ότι ο άνδρας μου και οι κουνιάδοι μου κρατούνται όμηροι και αιχμάλωτοι σέ κάποια Πολιτεία θα πρέπει να μ αφήσεις νά πάω νά τσι βρώ…
Στήν αρχή ο γέρο Βασιληάς έφερνε αντιρρήσεις .
Μά ύστερα τού λέει η νύφη του.
Στό κάτω- κάτω πατέρα , δέν έχεις τό δικαίωμα να μ εμποδίσεις γιατί θά πάω νά βρώ τόν άνδρα μου..
Κι έτσι λοιπόν μιά ωραία πρωΐα….μπαίνει σ ένα καράβι πού τής αρμάτωσε ο πεθερός της, αφού αποχαιρετηχτήκανε μέ πολλά κλάηματα στά μάθια κι οι δυό ν των νε κι αγκαλιές, κι έφυγε νε γιά τό ταξίδι.
Αλλά καί τό δικό τζη καράβι βρέθηκε κι αυτό κατασχεμένο στό ίδιο Λιμάνι πού ήτανε αγκυροβολημένα και τ άλλα τρία, πού βέβαια τά αναγνώρισε νε , αλλά δέν είπε τίποτα, ελπίζοντας πώς θά τούς βρεί κι αν μπορεί νά φεύγανε κρυφά, γιατί δέν ήξερε τί ακριβώς συμβαίνει. Νόμιζε ότι επρόκειτο γιά κανένα πειρατικό νησί.
Σάν επήγενε λοιπόν στό Τελωνείο έμαθε τά καθέκαστα…..εγράφτηκε νε στό Αναφορείο και τήν άλλη μέρα τήν παρουσιάσανε στό Βασιληά. …
Άλλο πού δέν ήθελε νε κι ο Βασιληάς γιατί εγυάλιζε νε από ομορφιά και μόλις τήν είδενε εθαμπώθηκε νε και διέταξε νά φέρουνε δυό καφέδες νά πιούνε μέ τήν όμορφη επισκέπτρια..
Αρχίσανε τήν κουβέντα περί ανέμων καί υδάτων μέχρι πού τσή ξεφούρνισε νε τό Νόμο πού ισχύει και τή διαδικασία του ψεύτικου παραμυθιού κι ότι γι αυτήν θά έκανε μιά εξαίρεση αν δεχόταν νά τόν παντρευτεί κι όχι νά πεί παραμύθι καθώς τό χενε βέβαιο ότι θά έπρεπε μετά , νά τή νε κάμει σκλάβα ντου.
Εκείνη όμως δέν εδέχτηκε νε κι ο Βασιληάς δέν επέμεινε , βέβαιος ότι θά τήν έκανε σκλάβα ντου.
Σάν ήπιανε λοιπόν τούς καφέδες αρχινά αυτή και τού λέει.
– Είσαι Βασιληά μου έτοιμος ν αρχινήξω τό παραμύθι; Λέει αυτός:
-Έτοιμος είμαι…….
Αρχινά αυτή καί λέει….
-«Οντε θελα γεννήσει η μάνα μου τή γιαγιά μου….. μέ πέψανε νά πάω νά φέρω τήν εμπέ ( μαμμή) .
Πάω λοιπόν στό σπίτι τής εμπέ καί τσή λέω :
-Σήκω από τουδά, γιατί κοιλιοπονά ή μάνα μου τή γιαγιά μου νά πά νά πιάσεις τό κοπέλι.
Μετά χαράς παιδί μου μά στάσου νά σού δώσω δυό αυγά, νά ετοιμάσουνε τήν αλουσά απού θά λούσομε τό κοπέλι.
Παίρνω λοιπόν Βασιληά μου Πολυχρονεμέ νε μου τά δυό αυγά, μά γιά κακή μου τύχη….ετσά πού γλάκουν νε έπεσα και τά σπασα .
Μά μόλις εσπάσανε εβγήκανε δυό χρυσές πουλάδες. Μά πολύ όμορφες πουλάδες.
Γλακώ νά τσί πιάσω μά αυτές οι άτιμες εδώκανε φτερό κι εμπήκανε στή θάλασσα…
Γδύνομαι νά μπώ στή θάλασσα μά δέν εχώρουν νε …
Και ξαναντύνομαι καί μπαίνω…
Γυρεύω από παέ …γυρεύω από κει γέ…στό τέλος ήβρα τή μιά !!! μά οντεν επόριζα απο τή θάλασσα θωρώ ένα Αλετριγουδιό ( ελαιοτριβείο) με γεμάτες τσι γούρνες λαμπάντες λάδι.
Όφου τό μπαντέρμο κρίμας τό λάδι…. και νά χε έχω τόπο νά πάρω μιά ουλιά…
Μά γιά στάσου σκέφτηκα . ….
Ξανοίγω τό ένα μου ριζάφτι και βγάνω μιά ψείρα . Ξανοίγω και τ άλλο και πιάνω άλλη μιά και τσί σπώ και κάνω δυό μεγάλα τουλούμια !! Μά τά κείνα τά τουλούμια….(ασκιά) !! και τά γεμίζω λάδι…
Μά πού νά βρώ σκοινί νά τά φορτώσω..
Ξυρίζω τή μιά μου αμασχάλη, ξυρίζω τήν άλλη και κάνω ένα σκοινί γιά φόρτωμα πέντε οργιές απο τήν κάθε μιά καί φορτώνω τά ασκιά στήν πουλάδα….
Μά μόλις απού βγαινα από τήν άμμο και θωρώ τσι καμινάδες τώ σπιθιώ κι εγαυγίζανε και τσί σκύλους και καπνίζανε… Ξιπάται του διαόλου η πουλάδα και πέφτει καί μού σπά τ ασκιά, και μού χύθηκε νε ούλο τό λάδι.
Μά ας είναι καλά οι καλοί μου γειτόνοι απού εμονομεριάσανε κι άλλος μέ τή βελόνα ντου, άλλος μέ τό σουβλί ντου και τήν σακοράφα ντου ….μου τό μαζώξανε και δεν έχασα μουδέ σταλέ…..
Λέει της ο Βασιληάς .:
– Σταμάτα παιδί μου το παραμύθι σου μά αυτό ναι πέρα γιά πέρα ψεύτικο, κι από αυτή τή στιγμή είσαι Βασίλισσα κι εγώ σκλάβος σου.
– Όχι Βασιληά μου !
Να τ αποπώ θέλει ούλο.
Σάν ανεμαζώξανε πού λές τό λάδι , είπα νά βγάλω τό σωμάρι τσή πουλάδας μπάς κι από τό πέσιμο τσή γίνηκε νε καμμιά πληγή ….
Βγάνω πού λές τό σωμάρι κι είχε νε μιά μεγάλη στή μέση τσή ράχης πληγή.
Πιάνω πού λές μιά χουφτέ άμμο και τήν βάνω απάνω στήν πληγή καί μονομιάς φυτρώνει ένας δρυγιάς θεόρατος.
Λέω μορέ ν ανεβώ θέλει απάνω στό Δρύ νά δώ ήντά ναι εκειά απάνω.
Ανεβαίνω λοιπόν κι ήντα νά δώ!!!
Ένα κάμπουρο . Μά ….μά τά κείνο τόν κάμπουρο!! ( μεγάλος κάμπος – Ανοιχτάδικο χωράφι) .
Λέω τίνος είναι αυτός ο κάμπος;
Μού λένε τού Βασιλήα είναι..
Νά χε μου το νε δώσει νά σπείρω ό,τι θέλει.
Μού στέλνει ο Βασιληάς τρία σακκιά σουσάμι κι αρχίζω νά σπέρνω το σουσάμι .
Σάν το απόσπειρα μού μηνά ο Βασιληάς πως άλλαξε νε γνώμη και θέλει νά σπείρω μποστάνι.
Πιάνω κι εγώ σπυρί-σπυρί κι αναμαζώνω στα τρία σακκιά τό σουσάμι ….
Μετρώ το ….καί μού λείπανε τρία κουκιά σουσάμι . Ψάχνω από παέ ψάχνω απο κέ πράμμα .
Ξανοίγω στά νύχια τώ βουγιώ καί βρίσκω δυό κουκιά καί στό Βουκέντρι βρίσκω τό άλλο.
Τά γυρίζω πίσω κι αρχίζω νά σπέρνω μποστάνι.
Λέει ο Βασιληάς:
Παιδί μου είμαι σκλάβος σου….μή τελειώνεις τό Παραμύθι σου.
– Οχι Βασιλέα μου θά τό τελειώσω..
Οντεν είχα λοιπόν αποσπαρμένη τή μιά μπάντα ήτανε λουλουδιασμένη η άλλη άκρε, κι ήτανε και στή μέση γινομένη μιά πελώρια καρπούζα.
Μηνώ τού Βασιληά νά πέψει είκοσι άμαξες νά φορτώσουνε τήν καρπούζα…
Ωστε νά τή δεί ο Βασιληάς τραβά τό σπαθί ντου νά κόψει τήν καρπούζα καί χάνει εκειά μέσα τό σπαθί ντου.
Μηνά μου ο Βασιληάς νά πάω και φτάνω τρεχαπετάμενος και μού λέει ο Βασιληάς.
-Έχασα τό σπαθί μου κι αν δέ τό βρώ αλοίμονο σου.
Καί πού τό χασες Βασιληά μου τόν νε ρωτώ.
Λέει μέσα στήν καρπούζα εμπήκενε…
Γδύνομαι κι εγώ γερά-γερά νά μπώ μέσα ,μά δέν εχώρουν νε !! Και ξαναντύνομαι …καί μπαίνω μέσα .
Γυρεύω από πά , γυρεύω από κέ και σέ μιά στιγμή παίρνει τ αμάτι μου ένα ζαρωμένο σποράκι…
Τ αρπώ καί βγαίνω όξω απο τήν καρπούζα.
Τό σπώ καί σέρνω από μέσα τό σπαθί τού Βασιληά.
Καί τού λέω . – Πάρε Βασιληά τό σπαθί σου κι άδειασε μας την γωνιά.
Έτσι τελείωσε τό ψεύτικο παραμύθι κι εγίνηκε νε ο Βασιληάς σκλάβος.
Εφώναξε νε μετά τόν άντρα τζη και τσι κουνιάδους τση και έπεψε τόν μεγαλύτερο αδερφό νά ειδοποιήσει τό γέρο- Βασιληά κι ενώσανε τά δυό Βασίλεια σέ μιά μεγάλη Αυτοκρατορία μέ Αυτοκράτορες τόν μικρότερο γυιό και τή γυναίκα ντου και δυό Βασιληάδες τους αδελφούς του. Ένα σέ κάθε Πολιτεία.
Κι επεράσανε αυτοί καλά κι εμείς καλλίτερα.
Κιγκ