ΤΑ ΤΡΙΑ ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ Παραμύθι του Γεωργίου Καλλέργη, του παραμυθά της Λούτρας

ΤΑ ΤΡΙΑ ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ

Μια φορά ήτανε ένας βασιλιάς σε μια μικρή χώρα και ήθελε να βάλει υπουργούς του τσι πλιά έξυπνους τση Πολιτείας του.
Βγάνει λοιπόν ντελάληδες σ΄ ούλη τη χώρα και λέγανε, πως όποιος καταλαβαίνει πως είναι πολύ έξυπνος, ας έρθει στο παλάτι να λύσει τρία αινίγματα.
Αν τα λύσει σωστά θα τονε κάνει Υπουργό του ο βασιλιάς…
Όποιος όμως δεν τα λύσει θα χάσει την περιουσία του!
Τρέξανε πολλοί μα λύση δεν δίνανε.
Εκατοικούσανε λοιπόν σε ένα δάσος δύο πολύ φτωχοί άνθρωποι με τις οικογένειες τους και συνεννοούνται μεταξύ τους να πάνε κι αυτοί στο βασιλιά, να λύσουν τα αινίγματα.
Λένε λοιπόν του βασιλιά:
– Βασιλιά μας! Ήρθαμενε να μασε πεις κι εμάς τα αινίγματα απού θέλεις να λύσωμενε.
– Καλώς εκοπιάσατε!

Και κατέχετε μπρε τσι όρους;
Ρωτά ο βασιλιάς.
– Λέει κατέμε τζη, αμέ δε τση κατέμενε;
– Ακούτε λοιπόν:
– Το πρώτο αίνιγμα είναι:
Ποιο είναι το γρηγορότερο πράμα του κόσμου.
Το δεύτερο είναι ποιο είναι το βαρύτερο πράμα του κόσμου.
Και το τρίτο, ποιο είναι το γλυκύτερο και το πρικιότερο πράμα του κόσμου;
Μόλις ακούσανε αυτοί τα τρία αινίγματα απού θελα πρέπει να λύσουνε, εφύγανε χαρούμενοι απού του βασιλιά και λέγανε γελώντας στο δρόμο.
Αινίγματα είναι μωρέ αυτά απού μας είπενε ο βασιλιάς να λύσωμενε; Αυτά θα τα λύσει και ένα μικιό – μικιό κοπέλι!
Σαν επήγανε όμως στα σπιτάκια ντονε ο ένας που είχενε και μια κόρη πολύ, μα πάρα πολύ όμορφη, το σκέφτηκενε το πράμα, το ξανασκέφτηκε, και λέει:
Έχει γούστο να μη λύσω σωστά τα αινίγματα και να μου πάρει ο βασιλιάς το μοναδικό μου σπιτάκι και να βγάλω το κοπέλι μου στο δρόμο…
Εστενοχωρούντανε λοιπόν άσχημα.
Λέει του η κόρη του:
– Ιντα ΄χεις πατέρα και στενοχωράσαι;
– Άχι παιδί μου, ήντα να σου πω απού επήγα κι εγώ και γράφτηκα να λύσω του βασιλιά κεινανά τα αινίγματα, κι αν τα λύσω λάθος θα μασε πάρει το μοναδικό μας σπιτάκι!
– Και δε κάνει πατέρα να μου πεις κι εμένα, ήντα αινίγματα ΄ναι, μπας και μπορέσω να σου βοηθήσω;
– Κόρη μου το πρώτο αίνιγμα είναι:
«Ποιο πράγμα λέει είναι στο κόσμο το γρηγορότερο»!!!
– Αυτό πατέρα είναι πολύ εύκολο.
Το γρηγορότερο πράγμα σ΄ όλο τον κόσμο είναι ο νους!
– Σα να ΄χεις δίκιο παιδί μου…
Το δεύτερο αίνιγμα είναι:
«Ποιο πράγμα είναι το βαρύτερο στον κόσμο»!
– Αυτό πατέρα είναι ευκολότερο κι απού το πρώτο.
Το βαρύτερο πράγμα στο κόσμο είναι ο ίδιος ο κόσμος!
– Σα να ΄χεις δίκιο κόρη μου.
Το τρίτο παιδί μου λέει «ποιο πράγμα είναι το γλυκύτερο και το πρικιότερο του κόσμου»!
– Μα αυτό πατέρα είναι πολύ εύκολο.
Είναι η ζωή μας σ΄ αυτόν τον κόσμο!
Επήρενε ο γέρος αέρα…
Σαν έφταξενε η μέρα απού θελα πάνε στου βασιλιά εσμίξανε πάλι οι δυο φίλοι.
– Καλώς εσμίξαμενε! του λέει ο άλλος απού δεν είχενε κόρη.
Φίλε μου του λέει ο βασιλιάς πρέπει πως εκοιμάτονε όντε μας έβαλε τα αινίγματα!
Ωστόσο εφτάξανε στο παλάτι και εχωρίσανε.
Μπαίνει λοιπόν μέσα πρώτα ο ένας, εκείνος που δεν είχενε παιδιά.
– Βασιλιά μου! του λέει. Να σου λύσω τα αινίγματα….
– Λέγε λοιπόν, του λέει ο βασιλιάς, ποιο είναι το γρηγορότερο πράμα στον κόσμο;
– Το χελιδόνι βασιλιά μου!
– Και το βαρύτερο;
– Ε! αυτό το ξέρουνε και τα μικιά κοπέλια πως είναι το σίδερο.
– Και το τρίτο;
– Βασιλιά μου. Είναι το μέλι. Στην απάνω πάντα του πιθαριού είναι πολύ γλυκιό μα όσο προχωρεί προς τα κάτω πρικίζει…
– Φίλε μου έχασες, γιατί από τα τρία δεν ευρήκες κιανένα! και τονε βγάνει όξω.
Ύστερα μπαίνει μέσα ο άλλος απού είχε την όμορφη κόρη.
– Κατές εσύ να μου λύσεις τα τρία αινίγματα, γη σαν τον άλλο θα μου λες κι εσύ μπουνταλές…
– Θα προσπαθήσω βασιλιά μου!
– Ε! λέγε λοιπόν!
Ποιο είναι το γρηγορότερο πράγμα στον κόσμο;
– Ο νους βασιλιά μου.
– Μπράβο σου! Σωστά απάντησες!
– Και το δεύτερο;
Ποιο είναι το βαρύτερο πράγμα στο κόσμο;
– Το δεύτερο βασιλιά μου είναι ο κόσμος ολόκληρος!
– Μπράβο σου! Κι αυτό το λυσες σωστά.
– Και το τρίτο πράμα;
– Ποιο είναι το πρικιότερο και το γλυκύτερο πράγμα στη ζωή;
Είναι η ζωή μας η ίδια βασιλέα μου!
Η ζωή μας είναι όλο γλύκες και όλο πίκρες!
– Μωρέ σε όλα απάντησες σωστά και δεν φαίνεσαι τόσο έξυπνος….
– Βασιλέα μου! λέει εκείνος…
Μια κόρη έχω, κι αυτή μου τα λύσενε!
Ο βασιλιάς ευχαριστήθηκενε για την ειλικρίνεια του και του λέει:
– Θα σε κάμω Υπουργό μου.
Θέλω όμως να πας να μου φέρεις και την κόρη σου για να την γνωρίσω.
Αμέσως!
Πηγαίνει στο σπιτάκι του και λέει τση κόρης του, όσα συνέβησαν στο παλάτι και ότι ο βασιλιάς θέλει να τη δει.
Πλύνεται, ντύνεται αυτή και στολίζεται όσο μπορούσε καλύτερα με τα φτωχικά ρούχα που είχε και πηγαίνει στο παλάτι.
Μόλις την είδε ο βασιλιάς την αγάπησενε και την παντρεύτηκενε, και την έκαμε βασίλισσά του.
Εκαμενε και τον πατέρα της Υπουργό και Σύμβουλο του!
Σε λίγο καιρό, δεν πέρασε ούτε χρόνος, του εκήρυξενε ένας άλλος βασιλιάς τον πόλεμο.
Στην μικρή χώρα του, είχε ένα νόμο ο βασιλιάς και έλυνε ο ίδιος ο βασιλιάς όλα τα ζητήματα των υπηκόων του.
Δικαστήρια δεν υπήρχαν σ΄ αυτή τη χώρα.
Λέει λοιπόν τση βασίλισσας:
– Άκουσε με.
Όσο καιρό θα λείπω από το παλάτι δε θα ασχοληθείς με θέματα πολιτικά και σαν έρθω εγώ από το μέτωπο θα λύσω εγώ τα προβλήματα των υπηκόων μου.
– Καλά βασιλιά μου.
Πρόσεξε βασίλισσα!
Εάν δεν κάμεις ότι σου ζητώ, θα σε διώξω όταν γυρίσω.
– Ναι, του λέει η βασίλισσα, μα και εγώ θα έχω το δικαίωμα να πάρω από το παλάτι ένα πράγμα που θα μου αρέσει.
– Καλά.
Εσυμφωνήσανε και ο βασιλιάς την αποχαιρέτησενε και επήγαινε για το μέτωπο.
Ο πόλεμος όμως άργησε να τελειώσει και ο κόσμος επήγενε κάθε μέρα και ενοχλούσενε τη βασίλισσα και τηνε παρακαλούσανε να τονε λύσει τα διάφορα προβλήματά ντονε.
Έτσι η βασίλισσα έλυσενε πολλονώ τα παράπονα και τα οποία μάλιστα έλυσε καλύτερα και από το βασιλιά.
Σαν ετέλειωσενε ο πόλεμος και γύρισε ο βασιλιάς στο παλάτι του και μάλιστα νικητής και αφού εξεκουράστηκενε από τον πόλεμο του δώσενε η βασίλισσα αναφορά για ότι έκαμενε κατά το διάστημα απού έλειπενε στο μέτωπο.
Φυσικά του πένε πως ανακατώθηκε γιατί την πίεζαν και έλυσε και μερικά ζητήματα των υπηκόων τους, παρόλο που της το είχενε ο βασιλιάς απαγορέψει.
Τότε αυστηρά και αγριεμένα της λέει ο βασιλιάς:
– Θαρρώ πως είπαμε ότι εάν ανακατευτείς στα ζητήματα του Κράτους που είναι αποκλειστικά της αρμοδιότητάς μου θα είσαι υποχρεωμένη να εγκαταλείψεις το παλάτι.
Δάκρυσε η βασίλισσα, γιατί το αποτέλεσμα των ενεργειών της ήταν θετικό για τον ίδιο τον βασιλιά και τον λαό του.
Επέσανε απάνω του οι Σύμβουλοι του να μη υλοποιήσει την απειλή του, αφού ο κόσμος είναι ευχαριστημένος με την καλή του βασίλισσα!
Ο βασιλιάς όμως ήταν αμετάπειστος.
Τότε η βασίλισσα σηκώνεται να φύγει αλλά γυρίζει προς τον βασιλιά και του λέει:
– Ναι βασιλιά μου, μα εκάμαμενε κι άλλη μια συμφωνία.
– Ναι! τση λέει ο βασιλιάς.
Εκάμαμενε συμφωνία όταν θα φύγεις να πάρεις ότι θέλεις από το παλάτι.
Ένα όμως! και αμέσως κρύος ιδρώτας περιέλουσε το βασιλιά. Ωχ! σκέφτηκε… έχει γούστο να μου ζητήσει το θησαυροφυλάκιο μου…
Τότε του λέει αυτή:
– Εσένα θα πάρω βασιλιά μου! Εσένα μόνο θέλω να πάρω!
Τότε ο βασιλιάς σηκώνεται φανερά συγκινημένος από το θρόνο του, την εφιλεί και μετά τση βάνει ξανά την κορώνα στο κεφάλι και τση λέει:
– Αγαπημένη μου βασίλισσα!
Μα τη πίστη μου όσα χρόνια ζω εξυπνότερο άνθρωπο δεν είδα.
Γι’ αυτό χαλάλι σου το στέμμα το βασιλικό!
Κι εζήσανε αυτοί ακόμη πολλά πολλά ακόμη χρόνια ευτυχισμένα κι εμείς…. καλύτερα.
Κωστής Ι.Γ. Καλλέργης

 

Οι Άγιες μέρες πού ρχονται νά χουν χαρές και γέλια.
Ξέγνοιαστες μέρες σάν κι αυτές πού ζούσαμε κοπέλια. Έρχονται τα Χριστούγεννα
Λαού Στρατού καί Κλήρου!
Αχ! νά μου ξαναχάριζαν μια φούσκα τού ταλήρου..
Κωνσταντίνος Καλλέργης

Τσ´αγάπης τα παράπονα δέν στά χρεώνω εσένα.
Μα στό ντολάπι τής καρδιάς Θα στά χω μαζωμένα….

Τσ´αγάπης τα παράπονα όλα σού τα χω σβήσει.
Κι ας έχει ο πόνος στήν καρδιά για σένα μαρουβίσει.

Κιγκ 17/12/21

Ελέγξτε επίσης

Τσικνάκης Γιάννης – Το βοτάνι (Τραγούδι: Καλεμάκης Αλέκος)

Λύρα – Λεμάν – Βιόλα: Τσικνάκης Γιάννης Τραγούδι: Καλεμάκης Αλέκος Λαούτο: Στεφανουδάκης Φάνης Κιθάρα: Τσικνάκης …