Βγάνω τση σκέψης το χαρτί, τση πείρας το μελάνι,
κι απ το συρτάρι, η χέρα μου, τη πένα ξαναπχιάνει,
Στο χρονοντούλαπο του νου, με κατεβάζει πάλι,
πολλά βαργιά κι ασήκωτα, στο φως να ξαναβγάλει.
Κληρονομιές πολλώ χρονώ, ίντα να πρωτογράψω,
πχιος θα τα νιώσει σήμερο και πώς να τα ταιργιάξω.
Πού ‘χουν αλλάξει οι καιροί, ο τρόπος κ’ η συνήθεια,
και θα με πούνε γραφικό, πως λέω παραμύθια.
Σ’ ένα θρανίο οι σκέψεις μου, ξανά, με οδηγούνε,
σ’ ένα παλιό τετράδιο, τσι θύμησες να βρούνε.
Οχτωβριάδες με βροχές, με καταχνιά κ’ αέρα,
και με τη ντάσκα στο σκολιό, δε ν’ έχανα μνιά μέρα.
Ήταν η συμπεριφορά κ’ η αγάπη τω δασκάλω,
να μα σε μάθουν γράμματα, με σεβασμό μεγάλο.
Οσά ντα πλατανόφυλλα, σκορπίσανε τα χρόνια,
χάθηκε το φιλότιμο, η αγάπη κ’ η συμπόνια.
Σκέψη μου πχιάσε το χαρτί, και ξανα’ δίπλωσέ το,
κ’ άμε στο χρονοντούλαπο και καταχώνιασέ το.
Αισθήματα, στο ν’ αθρώπο δε ν’ έχουνε πομείνει,
αφού το (γ)κακομάθανε, να παίρνει να μη δίνει.
Σπουδές που δε ν’ εζήσανε, τη μάθηση στη πράξη,
με θεωρίες ο ντουνιάς, δε πρόκειται ν’ αλλάξει…
Αντώνης Κουκλινός