Μουσική – Γιώργος Μαγγελάκης
Στίχοι – Παραδοσιακοί
Άγιε μου Γιώργη, αφέντη μου, ομορφοκαβαλάρη,
πού ‘σαι ζωσμένος το σπαθί και το χρυσό κοντάρι,
τη χάρη και τη δόξα σου θέλω ν’ αναθιβάλω,
για το θεριό που σκότωσες τση Χώρας το μεγάλο.
Ένα θεριό απού ‘τανε στση Χώρας το πηγάδι,
αθρώπους το ταΐζασι πάσα ταχύ και βράδυ.
Κι άμα δεν του πηγαίνασι αθρώπους να δειπνήσει,
σταλιά νερό δεν άφηνε να κατεβεί στη βρύση.
Και ρίχνανε τα μπολετιά κι ότινος θελά πέσει,
να πηαίνει το παιδάκι ντου του Δράκοντα πεσκέσι.
Κι ο κλήρος τότε έπεσε εις τη βασιλοπούλα,
απού την είχε η μάνα τζη μοναχορηγοπούλα.
Κι ο κύρη(ς) τζη ως τ’ άκουσε, πολλά του βαροφάνη,
παίρνει δαρμένα γόνατα, τση λυγερής του φτάνει.
Εκειά σπαθιά σερθήκασι, μαχαίρια ακονισμένα:
«Δε μπέμπεις το παιδάκι σου, μπέμπομε σκιας εσένα!»
«Πάρτε τό το παιδάκι μου και κάμετέ το νύφη
κι αμέτε το του Δράκοντα πεσκέσι να δειπνήσει.»
Εμπήκα(ν) κι εστολίζα(ν) τη απ’ το ταχύ ως το βράδυ,
όλο χρυσά τση βάνανε, όλο μαργαριτάρι.
Τον ήλιο βάνει πρόσωπο, τη θάλασσα γιορντάμι,
την άμμο την αμέτρητη μαργαριτάρι βάνει.
Κι όντε την κατεβάζανε εις τη Μεγάλη Σκάλα,
εβγήκεν η μανούλα τζη και φώναξε μεγάλα:
«Ας τάξω δεν εβύζαξα ‘πού τα βυζιά μου γάλα
και δε σε κοιλιοπόνεσα και φώναξα μεγάλα!»
Και βγήκε και ο κύρη(ς) τζη με τη χρυσή κορώνα
κι εκούμπησε την κεφαλή στση πόρτας την κολώνα:
«Ας τάξω, ο κακορίζικος, δε σ’ είδα εγώ ποτέ μου,
ένα κεράκι αφτούμενο εκράτου(ν) κι έσβησέ μου!»
Και ο λαός ακλούθηξε και πήγαν εις τη βρύση,
Δεν τ’ όλπιζε η μωρόνυφη πως θα ξαναγυρίσει.
Κι έτρεμε το κορμάκι τζη και το λιγνό τζη μπόι,
πως θα τη φάει το θεριό, τέθοια πανώρια κόρη.
Κι ο άι-Γιώργης πέρασε απού την ίδια στράτα:
«Ίντα γυρεύεις, κόρη, επά και κάθεσαι στα δάσα;»
«Πήγαινε, γιε μου, πήγαινε, φεύγε απο κοντά μου,
να μη σε φάει το θεριό σαν και την αφεντιά μου!»
«Μην το φοβάσαι το θεριό κι εγω θα τ’ αποθάνω,
μ’ άφης με ν’ αποκοιμηθώ στα γόνατά σου απάνω.»
Στα γόνατά τζη ακούμπησε για να τόνε ψειρίσει
και τρέχανε τα μάθια τζη σα θολαμένη βρύση.
Την ταραχή ως άκουσε, πού ‘τρεχε να την πνίξει,
η κόρη από το φόβο τζη φωνάζει: «Άγιε μου Γιώργη!»
Κι ο άγιος ως την άκουσε, τρέχει να τήνε σώσει,
‘πο κείνο τ’ άγριο θεριό για να τήνε λυτρώσει.
«Κόρη, πού ‘μαθες τ’ όνομα; Τον άγιο πώς κατέχεις;»
«Την ώρα που σε ψείριζα, ήρθε ένα περιστέρι
και είχε ένα χρυσό σταυρό εις το δεξί ντου χέρι
κι απάνω στο χρυσό σταυρό, έγραφε(ν) “Άι-Γιώργης.
Απ’ αγαπά την χάρη ντου, ποτέ ντου δεν τελειώνει.”
Σηκώνεται ανατολικά και κάνει το σταυρό
ντου,
μια κονταριά του χάρισε κι έκοψε το λαιμό ντου.
Και ξαναπαίζει ντου άλλη μια ανάμεσα στο στόμα
και τότε έπεσε στη γης και τάρασσε στο χώμα.
Χρυσή καδένα έβγαλε, ‘πού το λαιμό το δένει.
Ιδέ χαρά που εγίνηκε σ’ όλη την οικουμένη!
«Από τη σήμερο κι ομπρός, άφοβη πάντα νά ‘σαι,
‘πό κείνα τ’ άγρια θεριά κιανένα μη φοβάσαι!»
Απού τη χέρα την αρπά, στ’ άλογο την καθίζει,
στου βασιλέα έφταξε και του ροζοναρίζει:
«Νά, βασιλιά, το τέκνο σου, όρισε το παιδί σου
κι από τα φύλλα τση καρδιάς τού δώσε την ευχή σου!»
«Να ζήσεις, καβαλάρη μου, για πες μου τ’ όνομα σου
και χάρισμα βασιλικό να κάμω τσ’ αφεντιάς σου!»
«Γιώργη Στραθιώτη λένε με, από τη Σκαρπαθία
κι αν θες να κάμεις χάρισμα, χτίσε μιαν εκκλησία
και στη ζερβή και στη δεξιά, γράφε έναν καβαλάρη,
να προσκυνούν οι Χριστιανοί κι εσύ κι όποιος κι αν πάει.»
Λυρα,λυράκι,λαούτο ρυθμικό, ενορχήστρωση – Γιώργος Μαγγελάκης
Αφήγηση – Βαγγέλης Κοπασάκης
Λαούτο – Μανώλης Κυδωνάκης
Μαντολίνο – Νίκος Σφηνιάς
Καβάλ, φλογέρες, ασκομαντούρα – Νεκτάριος Κουναλάκης
Μπάσο – Μιχάλης Αυλωνίτης
Νταούλι,ντοχόλα – Παναγιώτης Σφακιανάκης
Ηχοληψία – Παναγιώτης Μαρακάκης (p.m.studio)
3 σχόλια