Η μουσική της Κρήτης είναι πάντα ζωντανή. Ταξιδεύει, αγαπιέται, μεταλλάσσεται. Τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότεροι ασχολούνται με την κρητική μουσική, το τραγούδι και τον χορό. Όσοι χορεύουν, τραγουδούν και ασχολούνται με την κρητική μουσική θέλουν πλέον να τη γνωρίσουν ουσιαστικά.
Στις μέρες μας υπάρχει έντονη επιθυμία (τόσο από τους καλλιτέχνες όσο και από τους μελετητές) για αναζήτηση του «αυθεντικού» και του «παλαιού» αλλά και μια προσπάθεια γνώσης και κατανόησης για το πώς ξεκίνησε η κρητική μουσική και πώς εξελίχθηκε μέχρι σήμερα.
Ο κ. Νίκος Πουλάκης, διδάκτορας του Τμήματος Μουσικών Σπουδών και μέλος του ειδικού εργαστηριακού προσωπικού του Εργαστηρίου Εθνομουσικολογίας και Πολιτισμικής Ανθρωπολογίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, μιλάει στο neakriti.gr για τη μουσική της Κρήτης και τους μετασχηματισμούς της στην πορεία των χρόνων.
Κύριε Πουλάκη, σε ποια χρονική περίοδο εντοπίζονται οι ρίζες της κρητικής μουσικής και ποιες είναι οι βάσεις δημιουργίας της;
Η μουσική παράδοση της Κρήτης, οι ρίζες της οποίας ανιχνεύονται από τους ειδικούς ήδη από τη βυζαντινή εποχή, εξακολουθεί να είναι έντονη έως και σήμερα. Τρεις φαίνεται να είναι οι βασικοί παράγοντες που επέδρασαν καθοριστικά στη διαμόρφωση του συγκεκριμένου μουσικού ύφους από τον 5ο έως και τον 19ο αιώνα: η βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική, η ιταλική αστική μουσική και η οθωμανική μουσική παράδοση.
Επιπλέον, κατά τον 20ό αιώνα η τοπική μουσική δέχτηκε σημαντικές επιρροές από την κουλτούρα που έφεραν μαζί τους οι Μικρασιάτες πρόσφυγες αλλά και από τα σύγχρονα ελληνικά λαϊκά και δημοφιλή ακούσματα.
Οι εξελίξεις και οι επιρροές που δέχτηκε που οδήγησαν;
Όλες αυτές οι εξελίξεις και επιρροές είχαν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός σύνθετου φαινομένου, το οποίο διατηρεί σε μεγάλο βαθμό τα μουσικά, τραγουδιστικά και χορευτικά χαρακτηριστικά του παρελθόντος, ενσωματώνοντας σε αυτά νεότερες πρακτικές και συμβολισμούς.
Έτσι, από τη μια μεριά, υπάρχουν οι τοπικοί πολιτιστικοί σύλλογοι που δημιουργήθηκαν σε ένα πνεύμα «αναβίωσης» παλαιών μουσικών μορφών και πρακτικών και προσδιόρισαν σε μεγάλο βαθμό αυτό που σήμερα καταλαβαίνουμε ως «μουσική και χορευτική παράδοση της Κρήτης». Από την άλλη, οι διαδικασίες της εμπορευματοποίησης και παγκοσμιοποίησης των προϊόντων του πολιτισμού έχουν παίξει σημαντικό ρόλο στην τοπική μουσική δημιουργία των τελευταίων ετών.
Λέγοντας, λοιπόν, «κρητική μουσική» σήμερα τι ακριβώς εννοούμε; Τι περιλαμβάνει;
Όταν αναφερόμαστε σήμερα στην «κρητική μουσική» εννοούμε τόσο τις παραδοσιακές όσο και τις νεο-παραδοσιακές μουσικές μορφές που διατηρούν το ύφος της τοπικής μουσικής ταυτότητας, συνδυάζοντάς το με στοιχεία από τη σύγχρονη δημοφιλή κουλτούρα.
Μιλάμε, δηλαδή, για μία αμφίπλευρη κατάσταση, η οποία διατηρείται ζωντανή και κινείται σε έναν χώρο που περικλείει τόσο τα παραδοσιακά τοπικά μουσικά είδη όσο και τις σύγχρονες εκδοχές τους. Έτσι, στην κρητική μουσική ο όρος «παράδοση» νοείται τόσο ως «φολκλόρ» (μοντέρνα, στερεοτυπική αναπαράσταση) όσο και ως «έθνικ» (μεταμοντέρνα, υβριδική σύλληψη).
Ποια είναι τα είδη των κρητικών τραγουδιών και ποια από αυτά είναι τα πιο δημοφιλή;
Από τα κρητικά τραγουδιστικά είδη σαφώς ξεχωρίζουν οι μαντινάδες, τα αφηγηματικά τραγούδια και τα ταμπαχανιώτικα. Οι μαντινάδες είναι απλά, συχνά αυτοσχέδια, δίστιχα με δεκαπεντασύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους. Το εξαιρετικό εδώ είναι ότι μέσα σε ένα μόλις τραγουδιστό δίστιχο αναπτύσσεται πλήρως το ποιητικό και μουσικό νόημα. Πρόκειται για μία πρακτική που συναντά κανείς όχι μόνο στην Κρήτη αλλά σε άλλα μέρη της νησιωτικής Ελλάδας και της Μεσογείου.
Είναι μια στιγμιαία έκφραση ψυχής που οφείλεται στην προσωπική ευαισθησία, την αισθητική και την έμπνευση του δημιουργού της και συχνά παίρνει τη μορφή διαλόγου μεταξύ δύο ή περισσότερων τραγουδιστών (ερώτηση-απόκριση).
Εκτός της διαδεδομένης μαντινάδας, υπάρχουν τα εκτενέστερα αφηγηματικά τραγούδια -και αυτά συνήθως σε δεκαπεντασύλλαβο στίχο- που εξιστορούν ολόκληρες διηγήσεις αλλά δεν χορεύονται. Τέτοια είναι τα ριζίτικα, τα διάφορα ιστορικά τραγούδια και τα μοιρολόγια. Τέλος, υπάρχουν και τα ταμπαχανιώτικα, δηλαδή τα αστικά κρητικά τραγούδια με επιρροές από το μικρασιάτικο και το ρεμπέτικο στοιχείο.
Τα «κρητικά» ως χορός και τραγούδι πότε άνθισαν και πότε ξεκίνησαν να ταξιδεύουν και εκτός Κρήτης;
Στη δεκαετία του ’50 τα «κρητικά» θεωρούνταν μέρος της «εθνικής των Ελλήνων μουσικής» και είχαν παρόμοια τύχη με τα αντίστοιχα παραδοσιακά δημοτικά τραγούδια (νησιώτικα, ποντιακά, θρακικά, ηπειρώτικα). Αντιμετωπίστηκαν συχνά ως «είδος προς εξαφάνιση, αναχρονιστικό, παλιομοδίτικο και, κατά περίπτωση, αντιπαθητικό».
Ωστόσο, υπήρχαν αρκετές ραδιοφωνικές εκπομπές για την κρητική μουσική που αποτελούσαν μέσο διάδοσής της, είχαν, όμως, λόγω του ειδικού ενδιαφέροντος, περιορισμένη ακροαματικότητα. Ακροατές τους ήταν αποκλειστικά Κρητικοί εγκαταστημένοι σε συνοικίες της Αθήνας και άλλων αστικών κέντρων.
Τα «κρητικά» ήταν η μουσική και ο χορός που εκπροσωπούσαν ένα συγκεκριμένο γεωγραφικό κομμάτι της Ελλάδας, αλλά και μία συγκεκριμένη ηχητική και κινητική έκφραση, ιδιαίτερα αγαπητή σε ντόπιους και μη. Τα «κρητικά» άρχισαν, στη συνέχεια, να ενισχύονται και να υποστηρίζονται από ορισμένα κέντρα διασκέδασης και ταβέρνες, καθώς και από τη μεγάλη σε αριθμό και ποικιλία παραγωγή δίσκων στην επίσημη και την πειρατική δισκογραφία.
Η δεκαετία του ’60 υπήρξε καθοριστική για την αλλαγή αυτή. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα «κρητικά» φαίνεται να γνώρισαν ιδιαίτερη άνθηση την εποχή που συνδέθηκαν έμμεσα με τον «χορό του Ζορμπά». Ειδικότερα, η απήχηση της ταινίας του Μιχάλη Κακογιάννη Zorba the Greek (1967) συνέβαλε στην τουριστική προβολή της Κρήτης και της κρητικής μουσικής εκτός του νησιού, διαμορφώνοντας, παράλληλα, συγκεκριμένα στερεότυπα, κώδικες και σύμβολα ταυτότητας της ελληνικής και, ιδιαίτερα, της κρητικής κουλτούρας.
Οι σχολές χορού και μουσικής στην Κρήτη και στην Αθήνα πολλαπλασιάζονται. Ποιος ο ρόλος αυτών των σχολών στην κρητική μουσική και τον χορό;
Όπως ήδη έχουμε αναφέρει, τα «κρητικά» δεν είναι ένα είδος που έχει εξαφανιστεί ή του οποίου η παραγωγή έχει σταματήσει. Αντίθετα, είναι ένα ζωντανό φαινόμενο που κινείται, θα λέγαμε, σε όλο το φάσμα της καθημερινής ζωής: από τον ερασιτεχνισμό έως τον επαγγελματισμό και από την ψυχαγωγία μέχρι την εκπαίδευση.
Έτσι, λοιπόν, συναντά κανείς πλήθος πολιτιστικών συλλόγων, σχολών κρητικών χορών και μουσικής, χοροδιδασκάλων και μουσικοδιδασκάλων, χορευτικών και μουσικών συγκροτημάτων. Είναι ένας ολόκληρος κόσμος που δραστηριοποιείται συστηματικά γύρω από τον κρητικό χορό και τη μουσική.
Στον αντίποδα, βρίσκονται ο χορός και η μουσική όπως εκφράζονται και παρουσιάζονται αυθόρμητα και βιωματικά στο καφενείο, στο σπίτι, στο γλέντι και στο πανηγύρι με πρωταγωνιστές τους χορευταράδες και τους μερακλήδες, τους τραγουδιστές και τους μουσικούς, τα άτομα δηλαδή που παίζουν μουσική, χορεύουν και τραγουδούν για το κέφι τους, την ευχαρίστησή τους, αλλά, κυρίως, για την παρέα.
Οι σχολές μουσικής και χορού αποτελούν μια πραγματικότητα που λειτουργεί στο πλαίσιο της ιδιωτικής εκπαίδευσης, καθώς, από τη μία πλευρά, υφίστανται ως εμπορικές επιχειρήσεις ενώ, από την άλλη, παράγουν συνεχώς νέους χορευτές και μουσικούς (λυράρηδες, βιολάτορες και λαουτιέρηδες) που δραστηριοποιούνται με τη σειρά τους στον χώρο αυτό.
Γιατί ο Κρητικός συνδέεται τόσο με την μουσική κουλτούρα του νησιού και ποιες είναι στην πορεία των χρόνων οι κυρίαρχες τάσεις έμπνευσής του για καλλιτεχνική έκφραση;
Η εικόνα της Κρήτης ως τόπου με αντιθέσεις, απέριττου και σκληρού, γοητευτικού και πρωτόγονου, κλειστού και φιλόξενου, είναι μια εικόνα που επικρατεί σήμερα. Οι Κρητικοί συνδέονται στενά με τον τομέα της μουσικής τέχνης, καθώς η Κρήτη ως σταυροδρόμι πολιτισμών αποτελεί για αιώνες κέντρο ζύμωσης αντίστοιχων καλλιτεχνικών ανταλλαγών και αναζητήσεων. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι δύο είναι οι κυρίαρχες τάσεις έκφρασης και δημιουργίας.
Οι σύγχρονοι μουσικοί της Κρήτης, εμπνεόμενοι από την τοπική παράδοση, είτε κινούνται προς την προσπάθεια «κατασκευής» ενός παγκρητικού μουσικού, χορευτικού και τραγουδιστικού ήθους είτε συνομιλούν με διαφορετικά είδη μουσικής από τον ελληνικό χώρο ή από άλλους λαούς και πολιτισμούς. Με άλλα λόγια, είτε ερμηνεύουν παλαιότερες συνθέσεις σε κρητικό ύφος είτε χρησιμοποιούν την κρητική παράδοση ως εφαλτήριο για να «περάσουν» τη μουσική τους έξω από την Κρήτη.
Το αποτέλεσμα είναι μια έντονη μουσική δραστηριότητα και μια αδιάκοπη παραγωγή από μουσικούς που επιθυμούν να διατηρήσουν, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, το ιδιαίτερο χρώμα της τοπικής μουσικής και ποιητικής διαλέκτου. Το σίγουρο είναι ότι ο Κρητικός αγαπάει και τον τόπο του και τη μουσική του. Γιατί, όπως λέει και μια μαντινάδα, «Χαίρομ’ απού ‘μαι Κρητικός κι όπου σταθώ το λέω, με μαντινάδα τραγουδώ, με μαντινάδα κλαίω».
Πηγή: neakriti.gr